Searching...
21 August 2012

Μικρές ιστορίες ανθρώπων: Καλοκαιρινή αύρα

 
     Ορίστε λοιπόν... Καλοκαίρι ξανά. Η εποχή του ήλιου, της θάλασσας, του φωτός... Η εποχή του άτακτου έρωτα, του τσιγγάνου, του σκανταλιάρη... «Άπιστη εποχή», της έλεγε κάποτε η Τζέσυ. «Έτσι και σου κάτσει άντρας το καλοκαίρι, την έκατσες τη βάρκα»...
     Ανοησίες. Χάνουν την ζωή τους οι άνθρωποι, κυνηγώντας χίμαιρες...
     Βασίλευε… Ο ήλιος πλησίαζε κάτι πορτοκαλόγκριζες φιγούρες στο τέρμα τ’ ουρανού κι οι ακτίνες του τρύπησαν τη θαμπάδα και τράβηξαν ίσα πάνω στο κέντρο του γαλάζιου κόλπου, αγγίζοντας μ’ ασημόχρυσα χάδια τη θάλασσα. Καθώς το όμορφο τούτο ερωτικό σμίξιμο έφτανε στο τέλος του, φως και νερό συνουσιάζονταν, έτσι απλά, μαγικά σχεδόν. Όλα έμοιαζαν να ’χουν ακινητοποιηθεί, τα κύματα, οι άνθρωποι, τα πουλιά, όλα. Μια διάφανη ομίχλη σκέπαζε τη στεριά. Ένα παγωμένο ρεύμα αέρα την έκανε ν’ ανατριχιάσει.
     Το χώμα, λίγα μέτρα πάνω απ' την παραλία, ήταν υγρό. Η νύχτα ανέφελη και τα χορτάρια και τα φύλλα των δέντρων είχαν ανοίξει και γεμίσει μικρές σταγονίτσες, σα να πλημμύριζαν οι πόροι της γης από μια έντονη ηδονή. Καθώς σκοτείνιαζε, τα χρώματα σκούραιναν, γίνονταν πιο μυστηριακά. Οι όγκοι μεγάλωναν. Οι ήχοι μοιάζανε απόμακροι. Έτσι όπως κάθονταν οι δυο τους οκλαδόν στο χώμα, ένιωθαν λίγο σαν να τους ανήκει η πλάση.
     Έπιασε τους αγκώνες και σήκωσε τα χέρια της στο ύψος του προσώπου. Αφουγκράστηκε, με τα μάτια κλειστά, τη νυχτερινή σιγαλιά κι έπειτα έσκυψε το κεφάλι μπροστά, ακουμπώντας το πηγούνι της στις φτέρνες.
     «Είναι τόσο όμορφα εδώ…» τον άκουσε να λέει.
     Κοίταξε γύρω. Είχε ξεχάσει κάπου τα παπούτσια της, αλλά τι σημασία είχε. Της άρεσε η αίσθηση της γης κάτω απ’ τα πόδια. Πήρε ένα κλαρί κι ανατάραξε το νερό του ποταμού που κυλούσε νωχελικά να συναντήσει το κύμα. Το κοίταξε που παλλόταν λαμπυρίζοντας κάτω απ’ το χάδι του ξύλου. Ο άντρας της άπλωσε το χέρι ανυπόμονα.
     «Έλα, πάμε στην αμμουδιά» είπε απλά.
     Ξάπλωσαν στην άμμο, σιμά ο ένας στον άλλο, να κοιτούν σιωπηλοί το ουράνιο στερέωμα και να μην το χορταίνουν. Χιλιάδες... μυριάδες τα μικροσκοπικά φωτάκια που τρεμόπαιζαν, μυριάδες και τα σχήματα που σκάρωνε η φαντασία. Κύκλοι, τρίγωνα, τετράγωνα, σπιτάκια, δέντρα, πουλιά, λιοντάρια… τι να πει κανείς και τι ν’ αφήσει. Ένα σύμπλεγμα αστέρων της φάνηκε πως ήταν ο αστερισμός του κύκνου και φαντάστηκε την μικρή Οντέτ, μια αεικίνητη οπτασία να προσπαθεί να σώσει τα πλάσματα του δάσους απ’ τα μάγια του Ρόθμπαρ, να σώσει τον ίδιο της τον εαυτό απ’ τα φτερωτά δεσμά και να γίνει ένα, σάρκα και ψυχή, με το πεπρωμένο της.
     Είχε πια νυχτώσει κι η θάλασσα φάνταζε πιο ζεστή και προκλητική. Δεν είχε φεγγάρι κι όταν την ανακάτωνε κάποιος με το χέρι του, χιλιάδες μικρά φωτάκια τ’ ακολουθούσαν, φωσφορίζοντας χαρούμενα. Κάπου μακριά ακούστηκε ένα τριζόνι. Η άμμος πάγωνε ακτινοβολώντας τη θέρμη της προς τ’ αστέρια. Ανατρίχιασε απ’ τη βραδινή ψύχρα κι εκείνος τύλιξε προστατευτικά τα χέρια του γύρω της. Γύρω απ’ τα πόδια τους ήταν σκορπισμένα ξερόκλαδα. Η ματιά του πλανήθηκε σ’ όλη την παραλία, από κει που έσκαγε το κύμα μέχρι τις ρίζες των δέντρων.


     «Κι αν ανάβαμε μια φωτιά;» της πρότεινε.
     «Ναι, ναι, ναι!» φώναξε ενθουσιασμένη. «Δεν έχω δει ποτέ φωτιά στην ακρογιαλιά.»
     «Έλα, λοιπόν, δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο.»
     Λίγη ώρα αργότερα τα είχαν καταφέρει. Βολεύτηκαν στην άμμο θαυμάζοντας τις πύρινες γλώσσες που πάσχιζαν να δυναμώσουν. Τα ξύλα έτριζαν καθώς καίγονταν. Η φωτιά υψώθηκε κιτρινοκόκκινη, περήφανη για τη δύναμή της. 
     Της άρεσε πολύ να την κοιτάζει. Η θέρμη της έκαιγε το πρόσωπο. Τα χέρια της φλογίστηκαν. Χοντροί κόμποι ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό της. Την συνέπαιρνε αυτή η κάψα που ξεχύθηκε γλυκά μπροστά της. Μισόκλεισε τα μάτια παρατηρώντας τις φωτεινές κορδέλες να χορεύουν λικνιστά το χορό της φωτιάς. Έπιασε ένα βότσαλο και το πέταξε στο κέντρο της. Ένα ξύλο έσπασε, λευτερώνοντας μια γαλάζια φλόγα στεφανωμένη με χιλιάδες σπιθίτσες. Κάποιες απ’ αυτές πέσανε πάνω στην άμμο και τη σημάδεψαν με μικρούς, μαύρους λεκέδες.
     Έν’ αποπνιχτικό κύμα ζέστης τους τύλιξε. Τα μάτια καίγανε από το πύρωμα της φωτιάς. Της σκούπισε το λαιμό που ’χε μουσκέψει. Έγειρε αργά το κεφάλι του στον ώμο της και χάζεψε τη θάλασσα να στραφταλίζει πίσω απ’ τη λάμψη της φλόγας. Ήταν πολύ όμορφη έτσι απέραντη που απλωνόταν μπροστά τους.
     «Θέλω να κολυμπήσω...» μουρμούρισε και σηκώθηκε με βιάση. Έβγαλε τα ρούχα της κι έτρεξε να χωθεί μέσα στη σκούρα, δροσερή αγκαλιά που την περίμενε. Αναστέναξε, κλείνοντας τα μάτια, στην ηδονή που την πλημμύρισε. Γδύθηκε κι εκείνος κι έτρεξε στη θάλασσα. Βούλιαξε το κεφάλι κι άκουσε τ’ απαλό, καθησυχαστικό του γουργούρισμα. Εκείνη χόρευε στο νερό με μια έκφραση μακαριότητας στο πρόσωπο. Σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό. Κι έπειτα το πόδι. Σταγόνες ποτισμένες μ’ αρμύρα κύλησαν γοργά προς τα κάτω. 
     Κουνούσε τα μέλη της κι αισθανόταν την υγρή μάζα να την αγκαλιάζει στοργικά και να την χαϊδεύει. Η θάλασσα έκλεινε μέσα της εκείνη τη στιγμή όλη της την ύπαρξη. Εξερευνούσε κάθε γωνιά του κορμιού τηςυ φιλώντας το τρυφερά. Πότιζε τους πόρους του με δροσιά και αλάτι. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να συγκριθεί με την αίσθηση της γυμνής σάρκας μέσα στ’ αρμυρό νερό. Γύρισε ανάσκελα προς τον ουρανό σα να προσέφερε το σώμα θυσία στ’ αστέρια ή σε κάτι που απλωνόταν πέρ’ απ’ αυτά. Θυσία σάρκινη, εκεί, στον αφρό της θάλασσας, λίγο πιο πέρα από ’να απατηλό, γήινο φως που μύριζε καμένο ξύλο. 
     «Αυτό το φως είναι μαγικό, είναι πολύ πιο μυστήριο απ’ όσο μπόρεσα ποτέ μου να φανταστώ. Όπου κι αν πάω το χρυσαφί αντιφέγγισμά του με κυνηγάει…»
     Κολύμπησε  κοντά της και την αγκάλιασε. Εκείνη αναρίγησε στο άγγιγμά του. Στη μαγεία αυτή του έρωτα που τόσο απόλυτα ξέρει να κάνει τα δυο σώματα ένα…
     Βγήκαν πολύ αργότερα απ’ τη θάλασσα με τα κορμιά να στάζουν αλμυρό νερό κα τα μαλλιά να κολλούν στο λαιμό. Στάθηκαν μπροστά στη φωτιά να παρατηρούν τις σταγόνες που λαμπύριζαν κι έπειτα εξατμίζονταν αφήνοντας μικρά, άσπρα στίγματα στο δέρμα. 
     Ξάπλωσαν στην άμμο, σε μια μεγάλη πετσέτα. Εκείνος, έδεσε τα χέρια μαξιλάρι κι ακουμπώντας πάνω τους το πηγούνι του έμεινε να την κοιτάζει που ατένιζε το στερέωμα...
     «Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου!» την αιφνιδίασε.
     «Δε θα σου πω... είναι μυστικό που δεν λέγεται φωναχτά... φέρε μου την τσάντα...»
     Τράβηξε απ' την τσάντα της ένα βιβλίο, ένα κομμάτι χαρτί κι ένα στυλό και γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας αμυδρά.
     «Εσύ θα καθίσεις ήσυχος εδώ, για λίγο, εντάξει;»
     Δεν είχε άλλη λύση παρά να συμφωνήσει. Εκείνη βάλθηκε να γράφει γρήγορα, με κοφτά γράμματα, κοντανασαίνοντας σχεδόν απ' την προσπάθεια. Λίγη ώρα μετά απίθωσε τρυφερά στα πόδια του το γραπτό της.


     «Δε θα κοιμηθώ πάλι απόψε, θα κάτσω ν’ ακούω τα βουίσματα των εντόμων και ν’ αποχαιρετώ χαρούμενες στιγμές. Τα σύννεφα φύγαν, ο ουρανός είναι και πάλι ξάστερος. Είναι όμορφα τη νύχτα να κάθομαι και να μετράω τ’ άστρα. 
     Είμαι ένα κομμάτι απ’ το σύμπαν σήμερα. Κοιτάζω στον έναστρο ουρανό κομμάτια απ’ το παρελθόν ενός κόσμου που χαμογελά αινιγματικά περιδινούμενος αέναα πάνω σε αόρατες καμπυλοτροχιές. Το φως κάθε άστρου έχει ξεκινήσει εκατομμύρια χρόνια πριν, φτάνοντας ίσαμ’ εδώ κι αγγίζει το βυθό των ματιών μου ξεγελώντας τον. Πώς να είναι πραγματικά ο ουρανός τούτη την ώρα; Κι αν αυτό τ’ αστέρι που αναβοσβήνει ρυθμικά έχει ήδη σβήσει, πώς θα μπορούσα να το ξέρω;
     Όταν έχει ξαστεριά ένα θολό, μισοσβησμένο φως απλώνεται σε δυο μακριές λωρίδες πάνω απ’ τη γη σα φωτεινό, διάφανο πέπλο ή σα χυμένο γάλα. Είναι πάντα μαγικό αυτό το φως των γαλαξιών. Σαν το μαγικό χαλί πάνω απ’ τη Βαγδάτη. Απόψε θα ‘ναι ξαστεριά. Πρέπει να είναι ξαστεριά. Απόψε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Πρέπει να εξουσιάσω τον ουρανό. Ω, ας μπορούσα να εξουσιάσω τον ουρανό! Για μια στιγμή, για μια και μόνη στιγμούλα, ας μπορούσα να γίνω ο κυρίαρχος του παιγνιδιού. Η πλάση, απέραντη και μυστηριακή, ν’ απλώνεται τριγύρω μου, κι εγώ μικρή σα μια κουκίδα – ένας κόκκος άμμου στο βυθό της θάλασσας – και ταυτόχρονα ένας αλαζόνας ηγεμόνας που τα όνειρά του ξεστρατίζουν λίγο μακρύτερα απ’ το σημείο που φτάνει η λογική... λίγο;
     Με μαγεύει τούτος ο κόσμος, όλος ο κόσμος κι ας μην τον ορίζω. Κι ας μην μπορώ να τον εξουσιάσω ούτε για μια στιγμή. Αυτή είναι η μαγεία του. Είμαι ένα κομμάτι απ’ τη γη σήμερα. Ένα πλάσμα από χώμα και νερό που λαχταράει τη λύτρωση. Σε κάθε κίνηση ποτίζω τους πόρους μου δροσιά. Στριφογυρίζω εδώ, μπροστά στο φως της φωτιάς, μα έξω μακριά, πέρα απ’ το αντιφέγγισμα των λαμπτήρων του δρόμου, διαχέεται ένα φως απατηλό, έξω απ’ τα γήινα, σαν ασημόσκονη που ανασηκώνει ο αέρας. Όπου κι αν παω οι ασημένιες κορδέλες σε κυνηγούν μα δεν μπορούν να σε πιάσουν.
     Σήμερα είμαι ένας μικρός, μουσκεμένος παλιάτσος που αναθάρρεψε και φαντάστηκε πως θα μπορούσε να εξουσιάσει την πλάση! Θα περάσει η ώρα και θα γίνω πάλι εκείνος ο μοναχικός ακροβάτης και θα βαδίζω ανυπόμονα πάνω στο τεντωμένο μου σχοινί.
     Δε θα κοιμηθώ μικρέ μου κλόουν. Όχι απόψε. Θα μείνω ξύπνια μήπως και χορτάσω την ευτυχία. Να μη χάσω ούτε μια στιγμή. Σάμπως και να φοβάμαι λίγο το τέρας που παραμονεύει στις σκοτεινές γωνιές του κόσμου. Σάμπως και λιγάκι να παραφρόνησα, δε νομίζεις; Όχι μικρέ μου κλόουν, δεν παραφρόνησα. Την φοβάμαι όμως την ευτυχία. Τη φοβάμαι γιατί κάθε φορά στο κατόπι της σέρνει την καταστροφή. Γι τούτο και δε θα κοιμηθώ. Θα μείνω ξαπλωμένη στο πλάι του να χαϊδέψω με τη ματιά μου το προφίλ του και να ξορκίσω έναν ανυπόστατο φόβο. Κι ύστερα θα αφήσω το αστρόφως να γλιστρήσει, να φωτίσει το πρόσωπό του και ν’ απαλύνει τις σκληρές γραμμές. Έτσι, λίγο ν’ αφεθώ στο βασίλειο της αστερόεσσας και να ξεχάσω για λίγο τη φωτεινή πραγματικότητα…»

     Άπλωσε το χέρι του αγγίζοντας απαλά τα μαλλιά της. Η θαλασσινή αύρα δρόσιζε τα φλογισμένα τους μάγουλα. Φαίνεται αλήθεια πολύ σπουδαίος αυτός ο κόσμος όταν γνωρίζεις τον τρόπο να τον κοιτάς...

Share This To :

4 σχόλια:

  1. Το τραγούδι της Μίλβας από τα λατρεμένα μου. Στιχοι, μουσική και μία εκπληκτική Μίλβα. Δεν το τραγουδά απλώς, το παίζει, το ερμηνεύει ! Φωνάρα, πολύ μεγάλη τραγουδίστρια-ερμηνεύτρια.

    Το κείμενο σου τώρα... Μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Το διάβασα δυο φορές. Κάπου μου άφηνε μία εντύπωση... πως να το πω... Σα να ξεκίνησες να ταξιδέψεις, έκανες το ωραίο σου ταξίδι, ταξίδεψες και εμάς μαζί σου αλλά γύρισες λίγο νωρίτερα από ότι ίσως και εσύ θα ήθελες.

    Από εκεί και πέρα... ΠΟΛΥ καλογραμμένο, σφιχτό, λυρικό, με πινελιές ρομαντισμού, τρυφερότητας, συναισθηματισμού αλλά και λίγο, μία στάλα ερωτισμό, έτσι να νοστιμήσει.

    Με κάθε σεμνότητα το λέω, ελπίζοντας να μη παρεξηγηθώ : είχα επιθυμήσει τα τόσο ωραία κείμενα σου !! Γιατί ΞΕΡΕΙΣ να γράφεις, το έχεις !!

    ReplyDelete
  2. Τα παραπάνω για τη διάρκεια του "ταξιδιού" που σου έγραψα, δεν είναι κριτική, θα το καταλάβες υποθέτω.
    Εντύπωση μου είναι, ίσως να είναι και λανθασμένη.

    ReplyDelete
  3. Kαλημέρα!! :)
    Για τη Μίλβα συμφωνούμε... (και το βιντεάκι δικό μου είναι)...
    Η εντύπωση που άφησες για το κείμενο... δικαιολογημένη... είναι απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο κομμάτι, αλλά δεν ήθελα να το βάλω ολόκληρο... ούτε σε συνέχειες.
    Οπότε θα πρέπει να σε συγχαρώ μάλλον που το κατάλαβες!! χαχα

    ReplyDelete
  4. Ένα μεγάλο μπράβο και για το κλιπάκι και την πολύ πετυχημένη επιλογή φωτό !

    Και σταματώ εδώ τα κοπλιμέντα ! Όχι, αν μου πεις ότι και οι φωτό είναι από το οικογενειακό σου άλμπουμ, δεν θα το πιστέψω !! χαχαχα


    ReplyDelete

 
Back to top!