Searching...
18 August 2013

Όλοι μαζί


         Ήταν ένα  κρύο απόγευμα. Ο ήλιος είχε σχεδόν εξαφανιστεί  πίσω απ’ τις κορυφές των βουνών. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Δημήτρης έτρεξε να το σηκώσει.
- Ποιος να είναι τέτοια ώρα; απόρησε καθώς έπαιρνε το ακουστικό του τηλεφώνου.
- Δημήτρη, έλα γρήγορα που σε θέλω! Στα γραφεία του εργοστασίου! Έχω να σου μιλήσω για ένα πολύ σοβαρό θέμα! Άκουσε τη γνώριμη φωνή του εργοδότη του.
 -Τι να με θέλει πάλι; αναρωτήθηκε. Φόρεσε το πρόχειρο σακάκι του και βγήκε έξω.  Το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλοι είχαν κλειστεί  μες τα σπίτια τους για να προφυλαχτούν απ’ το κρύο. Δεν κυκλοφορούσε κανείς έξω. Κανείς. Ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο και μπήκε μέσα.  Στο δρόμο προς τα γραφεία, συλλογιζόταν, τι να τον ήθελε ο εργοστασιάρχης, τι να τον ήθελε, τι…
-Έι, που πας εσύ;
Είχε απορροφηθεί τόσο απ’ τις σκέψεις του, που δεν πρόσεξε πως το αυτοκίνητό του είχε ανεβεί πάνω στο πεζοδρόμιο. Ευτυχώς που ένας περαστικός του φώναξε και ήρθε στα συγκαλά του. Θα μπορούσε να είχε χτυπήσει άνθρωπο…
Σε λίγα λεπτά ,είχε φτάσει στα γραφεία του εργοστασίου. Άνοιξε την πόρτα του κτηρίου και βρέθηκε σ’ ένα μακρύ διάδρομο. Στους τοίχους του, ήταν κρεμασμένα πορτραίτα  των προηγούμενων ιδιοκτητών.
Μπήκε στο γραφείο του εργοστασιάρχη. Εκείνος, καθόταν στο γραφείο του, σκυμμένος  πάνω από μια στοίβα χαρτιά και τα διάβαζε. Φαινόταν προβληματισμένος.
-Συγγνώμη, ξεκίνησε ο Δημήτρης, όμως αρχικά δεν πήρε απάντηση. Συγγνώμη επανέλαβε. Και πάλι τα ίδια. Χρειάστηκαν καμιά δεκαριά φορές να του το πει ώσπου να καταλάβει πως είχε έρθει. Επιτέλους ο άνδρας σήκωσε το κεφάλι του απ’ τα χαρτιά και τον κοίταξε.
-Καλώς τον. Συγγνώμη παιδί μου που δεν σε πρόσεξα. Βλέπεις, ήμουν απορροφημένος και…
-Δεν πειράζει κύριε Τριανταφυλλίδη, τον έκοψε ευγενικά ο Δημήτρης και κάθισε σε μία καρέκλα. Κοίταξε ολόγυρα.
-Ελπίζω να μην σε διέκοψα σε κάτι με αυτήν την συνάντηση, ξεκίνησε, κάπως παράξενα ο εργοστασιάρχης.
-Όχι… όχι κύριε, απάντησε και κοίταξε τη στοίβα με τα χαρτιά.
-Λοιπόν, όπως ξέρεις κι εσύ, οι δουλειές στο εργοστάσιο δεν πάνε καθόλου καλά.
-Ναι… ψέλλισε ο νεαρός άνδρας και μια απαίσια σκέψη πέρασε από το μυαλό του.
-Όπως ξέρεις πολύ καλά ακόμη και τα μηχανήματα έχουν πρόβλημα και δεν έχουμε χρήματα να τα συντηρήσουμε.
Εδώ και αρκετή ώρα είχε χάσει το λαμπερό χαμόγελο που είχε αρχικά.
-Για να καταλάβεις ρίξε μια ματιά σ’ αυτά, κατέληξε και του έδωσε τα χαρτιά που κρατούσε προηγουμένως. Εκείνος τα πήρε και άρχισε να διαβάζει.
Πέρασαν λίγα λεπτά. Όταν επιτέλους ο Δημήτρης σήκωσε το κεφάλι του από τα γράμματα που χόρευαν μπροστά στα μάτια του, φαινόταν τρομερά αγχωμένος. Το μέτωπό του είχε μουσκέψει από ιδρώτα. Η απαίσια σκέψη που έκανε προηγουμένως έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα. Το εργοστάσιο που δούλευε θα έκλεινε σε μια εβδομάδα.
-Μα κύριε… δε… δε… δεν είναι δυνατόν κλαψούρισε.
-Κι όμως… αυτή η επιστολή, δηλαδή τα χαρτιά που κρατάς, έφτασαν προχτές εδώ και σκέφτηκα πως είναι υποχρέωσή μου να σε ενημερώσω… είπε ο εργοστασιάρχης.
Τα μάτια του Δημήτρη είχαν βουρκώσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε. Θα έκλεινε το εργοστάσιο; Εκεί δούλευε ο ίδιος, η αρραβωνιαστικιά του και η μισή πόλη. Πώς θα τα έβγαζαν πέρα όλοι αυτοί; «Με το επίδομα ανεργίας είναι αδύνατον να τα βγάλουμε όλοι εμείς πέρα. Άσε που μπορεί να το κόψουν κι αυτό…» σκέφτηκε ενώ βασάνιζε το μυαλό του να βρει τρόπους για το πώς θα επιβίωνε χωρίς δουλειά και χρήματα…
-Γκουχ… γκουχ! Ξερόβηξε ο εργοστασιάρχης για να του αποσπάσει την προσοχή. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε σαστισμένος.
-Λοιπόν, συνέχισε, συγγνώμη για τον χρόνο που σου έφαγα εδώ. Και λυπάμαι πολύ, παιδί μου, που ήρθαν έτσι τα πράγματα… ειλικρινά λυπάμαι.
Προχώρησε προς το μέρος του Δημήτρη και άπλωσε το χέρι του να του χτυπήσει φιλικά τον ώμο αλλά εκείνος τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω.
-Τώρα είναι ώρα να φύγουμε, έκανε ο κύριος Τριανταφυλλίδης αμήχανα. Θα χάσω το αεροπλάνο… λογικά θα έχεις κι εσύ δουλειές…
-Τι δουλειές να ‘χω; Μία δουλειά είχα και την έχασα! Σηκώθηκε, τον χαιρέτησε συνοφρυωμένος και κάνοντας απότομα στροφή βγήκε έξω.
Είχε πλέον βραδιάσει. Το κρύο ήταν ακόμη πιο τσουχτερό από πριν. Μπήκε στο αυτοκίνητο. Στο δρόμο για το σπίτι του προσπαθούσε να είναι συγκεντρωμένος στην οδήγηση, όμως το μυαλό του ταξίδευε αλλού – στο μέλλον. Μα πώς θα επιβίωνε; Πώς; Τίποτα. Πουθενά φως. Όλα έμοιαζαν να τα έχει σκεπάσει ένα μαύρο σεντόνι. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε φτάσει στο σπίτι του. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του και μπήκε μέσα. Εκεί προσπάθησε να ξεχάσει αυτό που του συνέβη με πολλούς τρόπους: Άκουσε μουσική, έπαιξε κιθάρα, έπαιξε παιχνίδια στον υπολογιστή, διάβασε βιβλία… αλλά όχι. Ο νους του ήταν κολλημένος εκεί, στο περιστατικό που συνέβη πριν από λίγες ώρες. Σε εκείνη τη στοίβα με τα χαρτιά που δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ τα μάτια του.
Ξάφνου, του ήρθε στο μυαλό κάτι εντελώς άσχετο. Την επόμενη μέρα ήταν τα γενέθλια της αρραβωνιαστικιάς του… και για δώρο θα της έλεγε ότι χάνουν την δουλειά τους; Δεν ήθελε να της το πει καν. Δεν ήθελε να συμβεί ποτέ αυτό που του συνέβη. Αλλά έπρεπε… ήταν υποχρεωμένος να της το πει.
Έπειτα από λίγες ώρες έπεσε για ύπνο. Ενώ προσπαθούσε να κοιμηθεί συλλογιζόταν τι μπορούσε να κάνει για να βγουν από τη δύσκολη θέση αυτός και η μισή πόλη. Μόνος του ήταν ένα τίποτα. Άργησε να αποκοιμηθεί και στο τέλος τον πήρε ένας ύπνος ανήσυχος, γεμάτος εφιάλτες.
. . .

9 η ώρα το επόμενο πρωί. Ο Δημήτρης μόλις που είχε ξυπνήσει. Δε θυμόταν πολλά από την προηγούμενη νύχτα. Το μυαλό του είχε θολώσει. Χτυπάει το τηλέφωνο… βρίσκεται στα γραφεία του αφεντικού… όχι… κάτι γίνεται πιο πριν… τι, όμως τι;… το μέτωπό του ιδρώνει… διαβάζει κάτι χαρτιά…
Τις σκέψεις του διέκοψαν κάτι απελπισμένοι αναστεναγμοί που ακούγονταν από το διπλανό σπίτι.
-Τι θα κάνουμε τώρα; Πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Με τέτοια κρίση το επίδομα ανεργίας δεν θα μας φτάνει ούτε για ένα καρβέλι ψωμί τη μέρα.
Τότε θυμήθηκε. Και κατάλαβε. Μέσα σε ένα μόνο βράδυ η είδηση του κλεισίματος του εργοστασίου είχε διαδοθεί παντού στην μικρή τους πόλη. Άλλαξε και πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει το καφεδάκι του. Ακόμη δεν το χωρούσε ο νους του ότι θα έκλεινε το εργοστάσιο.
Το τηλέφωνο άρχισε να κουδουνίζει επίμονα. Θυμήθηκε πως μόλις χτες είχε σηκώσει το ακουστικό για να ακούσει την κοφτή φωνή του εργοστασιάρχη που τον ειδοποιούσε να πάει στο γραφείο του και να του πει ό,τι του είπε. Το σήκωσε δισταχτικά.
-Τι κάνεις Δημήτρη μου; Μα τι σε ρωτάω; Χάλια όπως εγώ, ε; Υποθέτω πως έμαθες τα άσχημα νέα.
Ήταν η αρραβωνιαστικιά του, η Αγγελική. Συνήθως ήταν πολύ κεφάτη αλλά εκείνη τη μέρα η φωνή της ακουγόταν στεναχωρημένη.
-Καλημέρα Αγγελικούλα μου. Χρόνια πολλά! Συγγνώμη που δε σου τηλεφώνησα νωρίτερα… βλέπεις… με το κλείσιμο του εργοστασίου έχω σαστίσει, απολογήθηκε.
-Σε καταλαβαίνω… κι εγώ το ίδιο νιώθω.
-Ωραία… άκουσέ με τώρα προσεκτικά. Όλοι εμείς αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη θέση. Πρέπει να βρούμε μία λύση… Σκέφτηκα λοιπόν να συγκεντρώσουμε όσους ανθρώπους ξέρουμε που δούλευαν στο εργοστάσιο μπας και βγάλουμε όλοι μαζί άκρη.
-Έγινε. Θα ενημερώσω όσους μπορώ. Στις 6 το απόγευμα στο σπίτι σου, εντάξει;
-Εντάξει. Αγγελική… σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, πρέπει να πιαστούμε χέρι-χέρι… Πρέπει να σταθούμε όλοι ο ένας δίπλα στον άλλον… αλλιώς είμαστε όλοι μας χαμένοι…
-Έχεις δίκιο. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε.
Και πράγματι. Την ίδια μέρα στις 6 η ώρα, στο σπίτι του Δημήτρη είχαν μαζευτεί σχεδόν όλοι όσοι δούλευαν στο εργοστάσιο. Ήταν τόσοι πολλοί και μιλούσαν όλοι μαζί, που αντί να ακούγονται ιδέες για την λύση του προβλήματος, ακουγόταν μια βαβούρα.
-Ένας – ένας παρακαλώ, φώναξε ο Δημήτρης αλλά αρχικά δεν ακούστηκε τίποτα. Τόσος ήταν ο θόρυβος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, τόσο βαθιά που παραλίγο να σκάσουν τα πνευμόνια του, και φώναξε πάλι:
-ΕΝΑΣ – ΕΝΑΣ!!
Όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Με μιας οι φωνές και οι ομιλίες κόπηκαν μαχαίρι. Στην αρχή ντράπηκε που φώναξε γιατί μέσα και γύρω από το σπίτι του υπήρχαν τουλάχιστον διακόσια άτομα που τον παρακολουθούσαν. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα.
-Βρισκόμαστε εδώ απόψε για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Ο Τριανταφυλλίδης έκλεισε το εργοστάσιο κι έφυγε. Είμαστε μόνοι μας αλλά είμαστε όλοι μαζί. Ιδέες;
Ακούστηκαν πολλά. «Να βγούμε στη ζητιανιά», «να μεταναστεύσουμε για να βρούμε δουλειά»… και άλλες ακόμη που ήταν τρομερά ανόητες. Ο Δημήτρης ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όταν μία κοπέλα πήρε το λόγο και είπε.
-Η λύση είναι πολύ απλή και ταυτόχρονα δύσκολη. Δε χρειάζεται ούτε να ζητιανέψουμε ούτε να μεταναστεύσουμε. Όπως ξέρω εγώ, πολλοί από εμάς διαθέτουν χωράφια γύρω από την πόλη. Μπορούμε να τα καλλιεργήσουμε. Είμαστε νέοι, γεροί και δυνατοί. Μπορούμε να μοιραζόμαστε τα προϊόντα που θα παράγουμε… να αλληλοβοηθιόμαστε. Για παράδειγμα, μπορεί μια κοπέλα να φροντίζει τα παιδιά κάποιου, όταν αυτός λείπει στο χωράφι του… Αυτά που περισσεύουνε να τα πουλάμε… να φτιάξουμε δηλαδή έναν συνεταιρισμό!
-Έχει δίκιο η κοπέλα! Το έχω δει και στην τηλεόραση εγώ! Πετάχτηκε ένας παππούλης που στεκόταν κοντά στο παράθυρο.
Για λίγα λεπτά επικράτησε ησυχία. Εντελώς ξαφνικά η βαβούρα ξανάρχισε. Αυτή τη φορά ο καθένας έλεγε τι μπορούσε να προσφέρει. Ο ένας θα έφερνε πατάτες, ο άλλος γάλα, ο τρίτος αλεύρι… η άλλη θα πρόσεχε τα μωρά…
-Μπορούμε επίσης να φτιάξουμε ένα ταμείο αλληλεγγύης. Αν κάποιος δεν μπορεί να σταθεί μόνος του οικονομικά, να τον βοηθάμε… να του δίνουμε τρόφιμα… ή λίγα χρήματα από το υστέρημά μας! Φώναξε η Αγγελική.
-Εγώ χτες το βράδυ είδα στις ειδήσεις πως σε ορισμένα καταστήματα έχουν φτιάξει μία γωνίτσα που ο καθένας μπορεί να προσφέρει κάποια προϊόντα για τους ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη! Πετάχτηκε πάλι ο παππούλης.
-Μπράβο παππού! Να που σε κάτι είναι χρήσιμο το χαζοκούτι! Είπε ο Δημήτρης και ζήτησε από την Αγγελική να του φέρει μολύβι και χαρτί για να γράψει τι θα μπορούσε να προσφέρει ο καθένας. Στήθηκαν όλοι όμορφα – όμορφα, χωρίστηκαν σε ομάδες και του έλεγαν ενώ εκείνος έγραφε… και έγραφε…
Πολύ αργά το βράδυ είχε τελειώσει το γράψιμο και όλοι είχαν αποχωρήσει. Αυτό το ασήκωτο βάρος στην καρδιά του είχε φύγει, αν και είχε άγχος. «Θα φέρουν όντως αυτά που είπαν; Μήπως είναι πλάκα; Κι αν κάτι πάει στραβά;» σκεφτόταν. Πήγε στο δωμάτιό του, άλλαξε κι έπεσε για ύπνο. Θα τα κατάφερναν στο τέλος… θα τα κατάφερναν.
. . .

Ένα πρωινό, λίγους μήνες αργότερα, αφού ξύπνησε, ντύθηκε και ήπιε τον καφέ του, άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και βγήκε έξω. Πόσο είχε αλλάξει η πόλη σε τόσο λίγο χρόνο! Στο δρόμο περνούσαν άντρες που πήγαιναν στα χωράφια τους, γυναίκες που πήγαιναν με τα παιδιά τους να μαζέψουν χόρτα και θυμάρι… Αλλού πάλι μια κοπέλα φρόντιζε το κουτάβι της γειτόνισσας ενώ εκείνη βοηθούσε τον άντρα της στο χωράφι… Γενικά εκείνη τη μέρα είχε πολλή κίνηση. Έμεινε για λίγο έξω νιώθοντας χαρούμενος που πήγαιναν και πάλι καλά και ξαναμπήκε μέσα. Πήγε στην κουζίνα. Στο πάτωμα ήταν στοιβαγμένα κάμποσα καφάσια με μήλα που έπρεπε να τα διαλέξει για να τα κάνει μαρμελάδα η Αγγελική, να τα βάλει σε βαζάκια και να τα δώσουν για πώληση. Οι δουλειά ήταν δύσκολη αλλά πήγαινε σχετικά καλά.
Καθώς διάλεγε τα μήλα χτύπησε η πόρτα. Ο Δημήτρης έτρεξε να ανοίξει.
-Καλημέρα κύριε Χατζηβασιλείου! είπε το πρόσωπο που βρισκόταν μπροστά του. Ήταν ένας χαμογελαστός νεαρός, γύρω στα είκοσι. Στην αγκαλιά του κρατούσε ένα κουταβάκι.
-Καλημέρα!
-Μπορείς να μου προσέχεις τον Μπούμπη; Θα πάω στο χωράφι και γυρίζοντας, θα φέρω ένα καφάσι μήλα.
-Βέβαια, βιάστηκε να πει, ενώ σκεφτόταν πως ήταν εντελώς άσχετος στο να προσέχει κουτάβια αφού δεν είχε ποτέ δικό του σκύλο. Αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί. Ο καθένας ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε στην μικρή τους πόλη για να καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα.
Μόλις  έφυγε ο νεαρός, ο Δημήτρης έριξε μια ματιά στο σκύλο. Εκείνος κουνούσε χαρούμενος την ουρά του και τον κοίταζε στα μάτια. Ξαφνικά άρχισε να κλαψουρίζει.
-Μα τι θέλεις τώρα; Αναρωτήθηκε και του έδωσε μπαλάκια και αρκουδάκια για να παίξει. Αλλά εκείνος συνέχισε να κλαψουρίζει ενώ κατευθυνόταν προς την κουζίνα. Κοντοστάθηκε μπροστά στο ψυγείο.
-Αχα! Ώστε πεινάς, ε; Άνοιξε το ψυγείο και του έδωσε λίγο κοτόπουλο που είχε περισσέψει από την προηγούμενη μέρα.
Αφού έφαγε το σκυλάκι του έδωσε ξανά τα παιχνίδια του για να παίξει κι εκείνος συνέχισε να καθαρίζει τα μήλα. Τα κατάφερε τελικά με τον Μπούμπη και μάλιστα πολύ καλά κι έτσι, από εκείνη τη μέρα και μετά όλο και κάποιος του έφερνε το σκύλο του να τον προσέχει και του έδινε για αντάλλαγμα ένα καφάσι μήλα ή ντομάτες ή μελιτζάνες.
Πέρασαν λίγες μέρες. Ο Δημήτρης είχε βγάλει βόλτα τον Ρομπέρτο, έναν σκύλο που του είχαν πάλι εμπιστευτεί. Περπατούσε στα σκοτεινά και βρόμικα σοκάκια της πόλης, ανάμεσα σε ερειπωμένα αρχοντικά. Ο σκύλος προχωρούσε γρήγορα κουνώντας την ουρά του. Προχωρούσε τόσο γρήγορα, που αντί να έχει ο Δημήτρης τον έλεγχό του, γινόταν το αντίθετο! Εκείνος, όσο κι αν τραβούσε το λουρί του σκύλου, δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Με την μύτη του κολλημένη στο έδαφος, οδηγούσε τον άντρα σε όλο και πιο μακρινά σοκάκια που εκείνος δεν είχε ξαναπερπατήσει.
Είχε περάσει η ώρα. Οι δυο τους είχαν πλέον χαθεί.
-Πού βρισκόμαστε τώρα; Ξεφυσούσε πνιγμένος στην αγωνία του ο Δημήτρης.
Ξαφνικά, ο Ρομπέρτο άλλαξε πορεία και βγήκε απ’ τα σοκάκια οδηγώντας τον σε μία μεγάλη πλατεία με πολλά καταστήματα: pet shop, supermarket, κρεοπωλείο, εμπορικό κέντρο… Σε μια γωνιά στεκόταν ένα παιδάκι που ζητιάνευε. Ήταν μικρόσωμο, αδύνατο, με κουρελιασμένα ρούχα και φαινόταν απελπισμένο. Ο σκύλος άρχισε να τρέχει προς το κρεοπωλείο. Μπήκε μέσα, άρπαξε με τα δόντια του ένα λουκάνικο που κρεμόταν από έναν γάτζο, βγήκε έξω και το άφησε στα πόδια του παιδιού. Εκείνο έμεινε έκπληκτο να κοιτάζει τον σκύλο, μη ξέροντας τι να κάνει.
Ξαφνικά ακούστηκε η φωνή του κρεοπώλη που φώναζε στον Δημήτρη να του πληρώσει το κλεμμένο λουκάνικο. Εκείνος το πλήρωσε και στράφηκε προς το παιδί. Έπιασαν κουβέντα και ο μικρός του εξήγησε πως οι γονείς του είχαν μείνει άνεργοι πριν λίγο καιρό και δεν είχαν κάποιον να τους βοηθήσει. Τότε ο άντρας είπε στο παιδί να τον οδηγήσει στους γονείς του. Έμεναν λίγο πιο κάτω, σε ένα μικρό, φτωχικό διαμέρισμα. Παραξενεύτηκαν όταν είδαν τον Δημήτρη και τον ρώτησαν ποιος είναι και τι θέλει. Εκείνος τους μίλησε για τον συνεταιρισμό που είχαν φτιάξει στην περιοχή του και τους πρόσφερε δουλειά. Συμφώνησαν με μεγάλη χαρά να ξεκινήσουν κιόλας την επόμενη μέρα.
Είχε βραδιάσει πια κι έπρεπε να φύγει. Αφού μάζεψε το σκύλο, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόλις έφτασε στην γειτονιά του, παρέδωσε τον σκύλο στον ιδιοκτήτη του και του διηγήθηκε τα «κατορθώματά» του. Ο Δημήτρης ήταν χαρούμενος που ο σκύλος τον είχε βοηθήσει να κάνει μια καλή πράξη.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, μπροστά στην πόρτα του βρήκε άλλο ένα καφάσι μήλα. Μπήκε μέσα, άλλαξε και καθάρισε δύο για να φάει. Τι κουραστική που ήταν αυτή η μέρα! Έβγαλε το σκύλο βόλτα και γύρισαν όλη την πόλη. «Τελειώσαμε όμως με μια καλή πράξη!» σκεφτόταν καθώς έπεφτε στο κρεβάτι του για ύπνο.
Κι έτσι, περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια. Ο Δημήτρης παντρεύτηκε την Αγγελική και απέκτησε δυο χαριτωμένα παιδιά. Με τον καιρό ο συνεταιρισμός μεγάλωσε και πήγαινε όλο και καλύτερα. Και οι άνθρωποι, ποτέ δεν ξέχασαν πόσα πολλά μπόρεσαν να καταφέρουν όλοι μαζί, βοηθώντας ο ένας τον άλλον. Τα είχαν όλα σφραγισμένα στο μυαλό τους, με τίτλο μόνο μια λέξη: «ΑΛΛΗΛΕΓΓΎΗ»…

Μελίνα – Γεωργία Χλέχελ
Τάξη Στ’  

Δημοτικό Σχολείο Χώρας Άνδρου
Share This To :

1 σχόλια:

  1. Σου έγραψα στο πορτοκαλλί. Θα τα λέμε ! (ελπίζω)

    ReplyDelete

 
Back to top!