Searching...
11 July 2018

Οδός Επίκουρου...

     Στο κέντρο της Αθήνας, ένα στενό πάνω από την πλατεία Κουμουνδρούρου, βρίσκεται η οδός Επίκουρου. Επίκουρου, λοιπόν, και Πειραιώς (ή Παναγή Τσαλδάρη) γωνία, υψώνεται ένα ουδέτερο κτήριο που στεγάζει την «κοινωνική εστία» του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (λέμε τώρα). Απ' τα κάγκελα των μικροσκοπικών μπαλκονιών του κρέμονται φρεσκοπλυμένα ρούχα κι απ' την χαμηλή, αλουμινένια πόρτα, μπαινοβγαίνουν άνθρωποι σκυφτοί, τις περισσότερες φορές, με μια περίεργη σκοτεινιά στο πρόσωπο.
     Λίγο παραπάνω βρίσκεται η Ένωση Κινέζων Αθήνας, ουδέτερη κι αυτή. Ούτε τα γνωστά κινέζικα φαναράκια, ούτε διακοσμητικές καρικατούρες, ούτε τίποτα. Μίνιμαλ διάθεση... οικονομία στο κιτς. Μια γκαλερί στη γωνία με έργα που θέλουν να γίνουν πρωτοποριακά αλλά δεν μπορούν κι απέναντι ένα Ινδικό εστιατόριο, διώροφο, σεμνό και ταπεινό, ίσα να πιάνει το μάτι του πελάτη. «Indian Restaurant» στην επιγραφή κι από κάτω, κάτι κίτρινα γράμματα Χίντι, κρατάνε το ίσο σε τρία απλά, Ινδικά φαναράκια που αφήνουν το ασθενικό τους κρόσσι να ανεμίζει στον εξίσου ασθενικό αθηναϊκό αέρα.
     Ανηφορίζοντας συναντάς στ' αριστέρα ένα μικρό Ασιατικό παντοπωλείο που αναδύει εκείνες τις περίεργες μυρωδιές της ανατολής και στα δεξιά ένα Κινέζικο μαγαζάκι χονδρικής. Ρούχα κρεμασμένα το 'να πάνω απ' το άλλο, σε αλυσίδες και γύρω - γύρω κούτες και κουτάκια, παραγεμισμένες με συσκευασμένα πουκάμισα, παντελόνια, μπλούζες αντρικές. Ο Τσεν δουλεύει σ' αυτό το μαγαζί μέρα - νύχτα. Έρχεται νωρίς για να προλάβει τους πρωινούς πελάτες. Το μεσημεράκι βγάζει τα ταπεράκια του με το φαγητό που μυρίζει κάπως περίεργα, ρύζι -σχεδόν πάντα- σε ένα από αυτά. Κάθεται και τρώει σιωπηλός με μια αδιαπραγμάτευτη προσήλωση στις μπουκιές που κατεβάζει αργά και σταθερά.
     Θυμάμαι πως χαμογελάει συνέχεια, πράγμα σπάνιο για Κινέζο, πως μια φορά μου 'χε δείξει πώς γράφονται τα Κινέζικα ιδεογράμματα και είχα ενθουσιαστεί και πως κάμποσα χρόνια πριν, με χαρά, είχε ανακοινώσει πως η γυναίκα του ήταν έγκυος. Δουλεύει μόνος του αυτόν τον καιρό. Η οικογένεια έφυγε. Καλύτερα είναι στην Κίνα, αποφασίστηκε, για τη γυναίκα και τα παιδιά. Έχει καλή  εκπαίδευση στην πατρίδα, δεν θα στοιβάζονται σε τάξεις υποβαθμισμένων σχολείων προσπαθώντας να συλλαβίσουν μια γλώσσα που δεν ξέρουν καλά καλά να μιλούν. Είναι και η γιαγιά εκεί. Και ο παππούς. Βοηθάνε την κατάσταση όσο να 'ναι. Σκληρό όμως... να λείπουν τα παιδιά. Και το πρόσωπο του Τσεν σκοτεινιάζει. Μου φαίνεται πως περπατάει πιο σκυφτά, τελευταία.
     Απέναντι από τον Τσεν είναι ένα μαγαζί Ελληνικό. Ο μαγαζάτορας, ένας φωνακλάς με τεράστια κοιλιά, κάθε που με βλέπει μου λέει πόσο καλό παιδί είναι ο Τσεν και τι ωραία πράγματα που έχει. Κοιτάζω το εμπόρευμά του, φουστάνια και φούστες παλαιομοδίτικες για μεγάλες κυρίες και θυμάμαι την γιαγιά μου να γκρινιάζει, πριν από χρόνια στην Αιόλου, που δεν έβρισκε "τίποτα της προκοπής" για την ηλικία της.
     Σχεδόν κάθε φορά που κατεβαίνω στην οδό Επίκουρου, τρακάρω έναν τύπο από το Μεσολόγγι, χαρά Θεού. «Αυτό το κομμάτι να πάρεις», λέει και μου δείχνει ένα από τα ρούχα που κρατάει. «Φεύγει πολύ και είναι καλή ποιότητα». Άσχετο που δεν παίρνω τίποτα, εκείνος επιμένει. Όταν με βλέπει να κοιτάζω απέναντι μου υπενθυμίζει «να ψωνίσεις απ' τον Έλληνα. Είναι καλό παιδί κι έχει καλά πράγματα». Κι έπειτα, κοιτώντας τον Κινέζο «και τούτος είναι καλός». Προσωπικά δεν ψωνίζω ούτε από τον έναν, ούτε από τον άλλο, αλλά δε θέλω να τον προσβάλλω  - φαίνεται πολύ αφοσιωμένος στον ρόλο του.
     Μερικά μέτρα παραπάνω από το μαγαζάκι του Τσέν, στη γωνία με την οδό Ευρυπίδη, είναι το εστιατόριο του Τέλη. Οικείες μυρωδιές εδώ, άρωμα Ελλάδας σε καθοδική πορεία. Στην αντικρινή γωνία υψώνεται ψωροπερήφανα το ξενοδοχείο «Ευρυπίδης», αταίριαστο στον περιβάλλοντα χώρο, πιο ψηλό απ' ότι θα 'πρεπε, πιο στυλιζαρισμένο από ότι επιτρέπεται εδώ, σαν κάπως να παραπαίει κι αυτό ανάμεσα στην αρχαία Αίγλη και τη σύγχρονη παρακμή. «Το προσωπικό είναι ευγενέστατο», διάβασα σε σχόλιο σε σχετική ιστοσελίδα «και το πρωινό τέλειο». Χαμογελώ στη σκέψη πως τίποτα δεν είναι τέλειο σ´ αυτόν τον κόσμο.
     Η οδός Επίκουρου τελειώνει, κάπως άδοξα μάλλον, στην οδό Σαρρή αφήνοντάς σου την αίσθηση πως αυτή η διαδρομή ξεκίνησε για έναν προορισμό και δεν μπόρεσε να φτάσει ποτέ. Μια απογοήτευση -μπορεί-  που δεν συνάντησες τον κήπο του Επίκουρου διασχίζοντας αυτό το μικρό, πολύχρωμο, πολιτισμικό μωσαϊκό. Είναι όπως εκείνες οι μικρές -ή μεγάλες-  βεβαιότητες που δεν πρόφτασαν να ωριμάσουν μέσα σου και στριφογυρίζουν επίμονα για να πάρουν το μερτικό τους στην ύπαρξη...






















«Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές ...
και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ξανά ποτέ.
Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. 
Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος.» 

Επίκουρος, 341 π.Χ. - 270 π.Χ.
Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!