Υπάρχει πόλεμος που να δίνει κέρδος; Υπάρχει ανθρώπου παράδεισος γεννημένος μέσα από στάχτες κι αίμα; Δεν υπάρχει λένε εκείνοι που την ψυχή τους καθαρή πασχίζουν να κρατήσουν από τις ιαχές των πολεμοκάπηλων. Άνθρωποι μονάχοι, παραγκωνισμένοι, που 'χουν θεριέψει την ψυχή τους στον πόνο. Που έχουν διαλέξει συχνά την υποχώρηση από τη μάχη. Άνθρωποι όπως ο καπτ-Αντώνης, ένας ταλαίπωρος γερο-ψαράς που ζούσε φτωχός και ταπεινός σ' ενα μικρό νησί. Ο καπτ-Αντώνης που είχε διαλέξει στα γεράματά του αραξοβόλι τ’ όριο της γης και της θάλασσας.
Κάθε βράδυ καθόταν πίσω απ’ το τζάμι, στη μικρή του παράγκα και κοιτούσε το πέλαγο προσπαθώντας να δει τις γοργόνες του. Οι συντοπίτες του τον λέγανε τρελό, νεραϊδοπαρμένο, μα δεν τον ένοιαζε. Είχε ξεχάσει πώς είναι να είναι κανείς τρελός και πώς γνωστικός. Όλο και πιο συχνά ένιωθε ν’ αναδεύει μέσα του κείνο το ύπουλο, το έρπον συναίσθημα που οι άλλοι ονόμαζαν τρέλα, ν’ αναδεύεται αναίτια κι απροειδοποίητα στη σκέψη του και να τον κατακλύζει ολάκερο. Ήταν τότε που καθότανε στο παράθυρο και πρόσμενε τις νεράιδες της θάλασσας, τις γοργόνες του. Ήταν τούτη η έρπουσα τρέλα που τον έκανε να ξεροσταλιάζει μόνος για τις γοργόνες του αλλά μπορεί και να ‘ταν και κάτι άλλο˙ μια παλιά πληγή, ένα απραγματοποίητο όνειρο… ποιος ξέρει;
Πραγματικά αλλόκοτος άνθρωπος. Κει που θαρρούσες πως το μυαλό του ήταν ολωσδιόλου σαλεμένο μπλέκοντας τα όνειρα με την πραγματικότητα άλλαζε άξαφνα εντελώς. Σα να ‘τρωγε ένα δυνατό χαστούκι που τον συνέφερνε προσωρινά. Και γινόταν λογικός – έστω για λίγο. Είναι παράξενο αλλά, εκείνες τις στιγμές, ήταν τόσο διορατικός, είχε ένα τέτοιο απόσταγμα σοφίας, που ‘λεγες πως δεν μπορεί, ή ο μεγάλος καημός που τον είχε τρελάνει τον δίδαξε πρωτύτερα της ζήσης τα τερτίπια, ή τη μοναξιά του να κερδίσει προσπαθούσε παριστάνοντας τον τρελό. Σύντομα ξεχνιόταν κι άρχιζε ξανά να ονειροβατεί. Τα βράδια καθόταν μονάχος του στο λιμάνι και μπάλωνε τα δίχτυα του και δε λογάριαζε καιρό. Ο καπετάνιος –κατ’ ευφημισμόν μόνο τον αποκαλούσαν έτσι– ήξερε καλά πως κάθε μέρα που κυλούσε απλά τον έφερνε πιο κοντά στο τέλος και ήταν ήρεμος έτσι, γαληνεμένος. Σάμπως το γέρικο καράβι που ταξιδεύει στη μπουνάτσα, πρόσω ολοταχώς, προς το τελευταίο του αγκυροβόλιο.
Βαθιές ρυτίδες όργωναν το πρόσωπό του. Τις ψηλαφούσε πότε-πότε με το χέρι αλλά είχε χάσει κάμποση από την αίσθηση της αφής για να καταλάβει πόσο αυλακωμένο ήταν το πρόσωπό του. Δεν τον ενδιέφερε πόσα χρόνια είχε προσπεράσει. Είχε βασανιστεί στη ζωή του κι όταν την αναπολούσε τον έπιανε το παράπονο. Πέρασε μέσ’ από πολέμους και φωτιές κι αγωνίστηκε να μείνει ζωντανός.
Ήτανε δεκαοχτώ χρόνων, αμούστακος σχεδόν ακόμη, όταν τον Ιούνιο του 1917 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο, στο πλευρό των Αγγλογάλλων, ενάντια στη Γερμανία. Με το πρόσωπο να φέγγει απ’ την ανυπόμονη χαρά που πατριώτη που θέλει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα, κόντρα στη μισή Ελλάδα που αποκήρυττε την ανάμιξη της πατρίδας στο Μεγάλο Πόλεμο στρεφόμενη ενάντια της άλλης μισής, κόντρα στις επιταγές των παρατρεχάμενων της αυλής που εξυπηρετούσαν τα εθνικά ιδεώδη βαθαίνοντας και διευρύνοντας τον εθνικό διχασμό, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της κυβέρνησης του Βενιζέλου κι έτρεξε να καταταγεί. Στο τρένο προς Θεσσαλονίκη τραγουδούσε χαρούμενος μαζί με άλλους νεοσύλλεκτους. Αποφασισμένοι ήτανε να μην αφήσουν την Ελλάδα να χάσει όσα είχε κερδίσει με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Τον έστειλαν σε ένα τάγμα, βόρεια της Μακεδονίας. Ένα χρόνο σχεδόν έζησε μέσα στους ανοιχτούς τάφους που ονόμαζαν χαρακώματα. Χρόνος πολύς για το κορμί που υπέφερε τις κακουχίες, την αποπνιχτική βρώμα, τη γλιτσερή λάσπη, τις ψείρες, τα σκουλήκια, τα ποντίκια τον πυρετό. Χρόνος ατέλειωτος για την ψυχή που κλονιζόταν στο άκουσμα των οβίδων που σφυροκοπούσαν τριγύρω, πεπεισμένη πως μέσα κει θα άφηνε την τελευταία της πνοή. Πολέμησε, σκότωσε, πλήγωσε, πληγώθηκε – περισσότερο στην ψυχή παρά στο σώμα.
Επέστρεψε απ’ την κόλαση των ζωντανών νεκρών με τον απόηχο του θριάμβου στη μάχη του Σκρα, με τη λογική να έχει ήδη υποστεί τους πρώτους κλυδωνισμούς. Λίγο αργότερα, με τις ζητωκραυγές για τις συνθήκες του Νεϊγύ και των Σεβρών στο κατόπι του, τον μπαρκάρανε σ’ ένα μεταγωγικό που κατέπλευσε για τη Σμύρνη για την ενίσχυση του Ελληνικού στρατού που παρήλαυνε νικηφόρος στη Μικρασία, με τα μυαλά παραφουσκωμένα απ’ τη Μεγάλη Ιδέα της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Κι έπειτα απ’ τον πρώτο ενθουσιασμό, άρχισεν η επέλαση στο εσωτερικό της Τουρκίας. Φωτιά κι ατσάλι. Μάχες, στερήσεις, κακουχίες, νίκες ωστόσο και θρίαμβοι. Κουρασμένος ήταν όμως ο στρατός, εξουθενωμένος απ’ το βαρύ φορτίο. Και το χειρότερο, αποκομμένος απ’ αυτούς που λογάριαζε για συμμάχους. Κι εκεί που νόμισαν πως άλλαξε η κυβέρνηση και πως ο βασιλέας Κωνσταντίνος θα σταματούσε τον πόλεμο όπως το ‘χε υποσχεθεί, εντούτοις καινούριες διαταγές φτάσανε για κλιμάκωση των επιχειρήσεων. «Για την Άγκυρα! Πάμε να τους χτυπήσουμε κατευθείαν στην καρδιά!» άκουσε ο καπτ-Αντώνης να φωνάζει στους απηυδισμένους φαντάρους ένας κοντόσωμος, μουστακαλής αξιωματικός, ταμένος μέχρι θανάτου στην πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, ανεβασμένος σε μια μεγάλη πέτρα που η καρδιά του φούσκωνε απ’ τον πατριωτισμό.
«Μα τι δουλειά έχουμε μεις στην Άγκυρα;» ψέλλισε μες τα δόντια του, μα δεν άφησε κείνη την ερώτηση ν' ακουστεί παραπέρα από φόβο μη τον βρει αδύναμο ο εθνικοπατριωτισμός και του σκαρώσει καμιά λαχτάρα.
Κατέλυε με μια μεραρχία ιππήλατου πυροβολικού κοντά στην Κιουτάχεια όταν τον Αύγουστο του ’22 τους φτάσανε τα μαντάτα πως ηττήθηκε ο ελληνικός στρατός στον ποταμό Σαγγάριο κι ο Μουσταφά Κεμάλ εξαπέλυε επίθεση εναντίων των Ελληνικών θέσεων στο Αφιόν Καραχισάρ. «Υποχώρηση!» ακούστηκε από παντού, «Το ελληνικό μέτωπο διαλύθηκε! Μας πρόδωσαν!» φώναζαν κάποιοι και τρέπονταν προς άτακτη φυγή. Βάλθηκε και κείνος να τρέχει, να σωθεί πάσχιζε απ’ το τούρκικο μένος. Παντού άνθρωποι που τρέχανε να σωθούν, στρατιώτες σκιαγμένοι μα και άμαχοι, με το φόβο και την απελπισία χαραγμένα στα πρόσωπά τους, έχαν’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Σ’ ένα χωριό, λίγο πιο έξω απ’ το Κιρκαγάτς, εκεί που βάδιζε πλάι σε μια ομάδα γυναικόπαιδων, ένιωσε ένα χέρι να του αδράχνει το πόδι. Έσκυψε το κεφάλι κι είδε έναν άντρα, καμιά πενηνταριά χρόνων, αιματοβαμμένο, με τα χέρια του να κρατάει την ανοιγμένη του κοιλιά και να τον κοιτάζει ίσια στα μάτια. «Βοήθεια πατριώτη…» τον ικέτεψε. Στάθηκε για λίγο αμφίθυμος, να τον φορτωθεί στους ώμους ή να φύγει. Μα πού να πάει, πόσο να αντέξει με τέτοιο φορτίο στις πλάτες, θα χάνονταν κι οι δυο. Έκανε να τραβήξει το πόδι του. «Έλεος πατριώτη…» άκουσε πάλι τη φωνή του άντρα. «Γλίτωσα από τ’ Αμελέ Ταμπούρια εγώ, δεν μπορεί… δε γίνεται να πάω έτσι, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι…» Τράβηξε το πόδι του αποφασιστικά. Είχε λουφάξει η καρδιά του, πού θάρρος για ηρωισμούς.
«Τι δουλειά είχαμε στην Άγκυρα;» επέμενε να ρωτάει καθώς περπατούσε σκουντουφλώντας στα ερείπια των σπιτιών και στα πτώματα των ανθρώπων. Σε ένα χωριατόσπιτο που βρήκε ορθάνοιχτο λίγο πιο κάτω –τούρκικο ήτανε κι οι ένοικοί του είχαν φύγει φοβούμενοι την εκδικητικότητα του στρατού που υποχωρούσε καίγοντας τα τουρκοχώρια– βρήκε ρούχα καινούρια, καθαρά. Φόρεσε χωρίς να το καλοσκεφτεί ένα σταχτί, λινό πουκάμισο, μια φαρδιά βράκα που του ‘ρχόταν λίγο μεγάλη, ζώστηκε μια ριγωτή βρακοζώνα, κοτσάρισε και μια φέσα τούρκικη και συνέχισε το φευγιό. «Χριστιανός είμαι…» ψιθύριζε στους φυγάδες που τον κοιτούσαν τρομαγμένοι σαν τους πλησίαζε.
Έφτασε στη Σμύρνη με την ελπίδα κι αυτός πως θα βρει ένα πλεούμενο να φύγει. Άνθρωποι τρέχανε αλλόφρονες φοβούμενοι τον τούρκικο στρατό που πλησίαζε. Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη κάνα-δυο μέρες μετά και ποτέ, ποτέ του δε θα ξεχνούσε τις σκηνές που είδε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του, τη φρίκη που απλωνόταν μαζί με τη φωτιά και το αίμα παντού. Φοβήθηκε πολύ και βλαστήμησε αμέτρητες φορές τον εαυτό του που δεν ρίχτηκε να τον καταπιεί η θάλασσα τότε που έπλεε με το καράβι για τη Σμύρνη. Στην προκυμαία της πόλης –στο ξακουστό Και– είχαν μαζευτεί χιλιάδες κόσμου, σε απόγνωση όλοι, με τις τελευταίες τους ελπίδες κρεμασμένες στα πλοία του συμμαχικού στόλου.
Έβγαλε το φέσι και το πέταξε, να του καίει ένιωθε το κρανίο. Ουρλιαχτά άκουγε τριγύρω, φωνές πόνου και τρόμου. Λάμες άστραφταν στο φως του ήλιου, πυροβολισμοί πέφτανε ασταμάτητα. Ένας Τούρκος τσέτης, μπροστά στα μάτια του, άρπαξε απ’ τα μαλλιά μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, την έσυρε λίγα μέτρα πιο κάτω, έχωσε την ξιφολόγχη του στο βρέφος –πέρα ως πέρα– κι έπειτα, γελώντας άγρια τη σκότωσε. Προσπάθησε να καταφύγει στη θάλασσα, πιο οικεία του ήταν η αγκαλιά της, αν ήταν να πεθάνει καλύτερα εκεί. Έφριξε στο θέαμα που αντίκρισε. Η επιφάνεια του νερού ήταν γεμάτη πτώματα ανθρώπων σφαγιασμένων, σώματα παραμορφωμένα, άντρες γυναίκες, παιδιά…
Προσθήκη λεζάντας |
Η ματιά του καρφώθηκε στο κουφάρι μιας γυναίκας ξανθής –όμορφη θα ‘τανε, με πρόσωπο και σώμα τέλεια σμιλεμένα και μαλλιά χρυσάφι να ξεχύνονται στους ώμους–, που έπλεε γυμνό, με φριχτές πληγές να το σημαδεύουν. Και τότε την είδε για πρώτη φορά, τη γοργόνα που αναδύθηκε απ’ το άψυχο κορμί, χαμογελαστή, παράταιρα λαμπερή μέσα στην αποσύνθεση, με την ουρά της να στραφταλίζει στο φως και τα μεγάλα της μάτια να του υπόσχονται μυστικούς παραδείσους.
Το ‘φερε έτσι η τύχη να μείνει ζωντανός κι ήταν απ’ τους ήρωες που, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πήραν ένα χρυσό παράσημο κι αγόρασαν καινούρια στολή για την τελετή της παρασημοφόρησης. Ήταν από κείνους που ‘χαν πιστέψει τις ιδέες των μεγάλων αρχηγών που τους άρεσε ν’ αυτοαποκαλούνται σωτήρες. Και κρέμασε το παράσημο στον τοίχο του σπιτιού του, σε μια ακριβή κορνίζα, κάτω απ’ τη φωτογραφία του με τη μεγάλη στολή, το πηλίκιο και το σπαθί. Και συνέχισε τη ζωή του ταπεινά, μεροδούλι-μεροφάι.
Ο ύπνος του όμως είχε λιγοστέψει πολύ. Τις νύχτες έβλεπε εφιάλτες, τον κυνηγούσαν, λέει, διαμελισμένα ανθρώπινα κορμιά κι ελόγου του ολοένα και βούλιαζε σ’ ένα βάλτο καμωμένο από χώμα κι αίμα. Και τριγύρω να σφυρίζουνε οι σφαίρες, να λάμπουν στο ηλιόφως τα σπαθιά, να στάζουν αίμα οι ξιφολόγχες. Άρχισε άξαφνα να ντρέπεται για τους θανάτους που ‘γινε κι ο ίδιος αιτία να σκορπιστούν. Τι σημασία είχε αν είχε σκοτώσει Τούρκους ή Βούλγαρους ή Αλβανούς, άνθρωποι ήτανε όλοι. Και πήρε το μυαλό του ανάποδες στροφές κι έσκισε τη φωτογραφία και ξεκρέμασε το παράσημο κρύβοντάς το –από μια υποψία περηφάνιας που τ’ απόμενε– σ’ ένα συρτάρι. Κι εν τέλει διάβασε και «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ και άλλα συναφή κι επαναστατικά αναγνώσματα κι άρχισε να διαλαλάει το δίκαιο των πολλών και τη δύναμη των αδυνάτων.
Οι καιροί όμως ήταν χαλεποί και απρόσφοροι για τέτοιου είδους ιδεολογικά παραστρατήματα κι έτσι, ένα ωραίο πρωί, τον περιμάζεψε ένα μπουλούκι αστυνομικών και κλοτσηδόν τον μπαρκάρισαν για τη Μακρόνησο. Ο καπτ-Αντώνης, άνθρωπος κατά βάθος ασθενικός και δειλός, που Κύριος οίδε πώς ξέπεσε έτσι, έχοντας επιπλέον και χαλαρές διασυνδέσεις με το Κόμμα, δεν άντεξε για πολύ στις κακουχίες. Είχε κιόλας αρχίσει να γερνάει. Εν ολίγοις δεν το άντεξε το ξύλο κι εκεί που θα περίμενε κανείς να πεισμώσει περισσότερο και να πεισθεί ολοσχερώς για το δίκιο των ιδεών του καταπώς είθισται, εντούτοις, έπειτα από λίγο καιρό, υπέγραψε με τρεμάμενο χέρι το συγχωροχάρτι που του έτειναν και πήρε το δρόμο της επιστροφής ντροπιασμένος, με το κεφάλι του σκυφτό, νιώθοντας σαν καρφιά πάνω του τα βλέμματα περιφρόνησης των συντρόφων.
Την ντροπή του δεν την ξέπλυναν ούτε τα εύγε και τα μπράβο που άκουσε για τη μεταμέλειά του, ούτε η χαρά της κακομοίρας της γυναίκας του, που είχε τρομάξει μέχρι θανάτου απ’ την όλη κατάσταση, ούτε κι η συμπόνια των γειτόνων του που τον βλέπανε να περνάει από τη γειτονιά κάθε μέρα κρατώντας επίμονα το κεφάλι σκυφτό.
Κι έπειτα ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Στην Βόρεια Ήπειρο δεν πήγε, μεγάλος ήτανε πια, μα άκουγε κάθε μέρα στο ραδιόφωνο τη Βέμπο να τραγουδάει «παιδιά, της Ελλάδος παιδιά…» και τον εκφωνητή να εκθειάζει την ανδρεία του ελληνικού στρατού, το θρίαμβο της ασήμαντης Ελλάδας απέναντι στο σιδερόφραχτο στρατό του Ντούτσε και πως «από δω και στο εξής δε θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά οι ήρωες σαν Έλληνες» κι η καρδιά του σκοτείνιαζε. Η ζωή εν τάφω τον είχε διδάξει πως κανένας πόλεμος δε βγάζει νικητή. Ανησυχούσε πολύ για τον αήττητο γερμανικό στρατό που -κάτω απ’ την καθοδήγηση αυτού του ανθρωπάκου που δεν τον ήξερε μήτε η μάνα του μέχρι χτες, του Αδόλφου Χίτλερ- προέλαυνε σ’ όλη την Ευρώπη υποτάσσοντας τις χώρες τη μία μετά την άλλη και του Τρίτου Ράιχ που συνέθλιβε κάτω απ’ τις μπότες του κάθε προσπάθεια αντίστασης.
«Κι άλλη Μικρασία θα ζήσουμε, θα το δείτε!» έλεγε στον καφενέ σαν τύχαινε να τον βγάλει κατακεί ο δρόμος του κι οι άλλοι, ενθουσιασμένοι απ’ τον Ελληνικό θρίαμβο στα βουνά της Αλβανίας, τον απόπαιρναν και τον κορόιδευαν.
Και τον τσάκισαν εν τέλει τον ελληνικό στρατό οι Γερμανοί κι ακολούθησε η κατοχή. Ήταν απέναντι απ’ το λιμάνι, πάνω σ’ έναν λόφο, όταν αποβιβάστηκαν οι Ιταλοί στο νησί. Παρακολούθησε τους στρατιώτες να κατεβαίνουν κοιτώντας υπεροπτικά –όσο κι ανήσυχα– γύρω τους. Κι όλοι αυτοί οι αγώνες για μια ελεύθερη πατρίδα; Τα στερνά ξέφτια της Μεγάλης Ιδέας βάλθηκαν ν’ ανεμίζουν μπροστά στα μάτια του. Ήχους άκουγε από οβίδες που σκάγανε κι αυτός, ζαρωμένος μέσα στο χαράκωμα, να ψελλίζει τρέμοντας το Πάτερ ημών κι ύστερα στοιβαγμένος μαζί με άλλους σε μια μαούνα στην προκυμαία του Και, να ακούει τους αλαλαγμούς των τσετών και τα ουρλιαχτά του πλήθους. Του ‘ρθε κάτι σαν σκοτοδίνη και λιποθύμησε. Σιγά-σιγά, με την αρωγή όλων αυτών, βγήκε στην επιφάνεια το κουσούρι που ‘χε κληρονομήσει απ’ το σόι της μάνας του κι άρχισε να παλινδρομεί συχνά-πυκνά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Είχαν περάσει χρόνια πολλά από τότε και τώρα πια μόνος, αφού η γυναίκα του είχε αφήσει χρόνους απ’ τον καημό που της έλαχε τέτοιο ριζικό, αρκούνταν στο να παίρνει τη βαρκούλα του και να βγαίνει στο πέλαγο. Εκεί ήταν το μόνο μέρος που αισθανόταν λεύτερος. Μα όχι, το πέλαγο δεν ήταν μέρος, ήταν το άπειρο. Ήταν ένα κομμάτι από την ίδια του τη ζωή. Και τη νύχτα, όταν μέσα από τη βάρκα του, νιώθοντας ένα μικρό ζαρωμένο ανθρωπάκι, κοιτούσε τον ουρανό, ήταν σα να ταξίδευε μέσα σ’ αυτόν. Τα αστέρια έμοιαζαν να ‘ρχονται κοντά, όλο και πιο κοντά, και να τον παίρνουν μαζί τους. Και ρίζωνε όλο και πιο βαθιά μέσα του η πεποίθηση πως τούτο το αίσθημα της έρπουσας τρέλας το είχε υφάνει αργά και προσεχτικά η απελπισία.
Εκείνο το στερνό βράδυ, όταν ο ήλιος χαμήλωσε στη δύση, το γαλάζιο τ’ ουρανού λερώθηκε με πορτοκαλί. Ήταν όμορφα τα ηλιοβασιλέματα εκεί. Έτσι όπως ο ήλιος έγερνε πίσω απ’ τους λόφους, περνούσε μέσα απ’ τα φυλλώματα των δέντρων και σκορπιόταν σε χιλιάδες κομμάτια.
Σαν τελείωσε ο γέρος το μπάλωμα, τακτοποίησε όμορφα τα δίχτυα σ’ ένα μεγάλο σωρό. Είχε σκοτεινιάσει και το φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από τ’ ακρωτήρι. Η πλάτη του, πιο κυρτωμένη απ’ την κούραση, τον πονούσε. Το παλιό, ξεβαμμένο του κασκέτο είχε γείρει στο πλάι σκεπάζοντας το μισό αφτί κι αφήνοντας στα δεξιά λεύτερες λίγες τούφες απ’ τα κάτασπρα μαλλιά του. Έτριψε λίγο τα χέρια του που ‘χαν πιαστεί απ’ τη δουλειά. Γύρισε στο κορίτσι που καθόταν δίπλα του.
«Εγώ σήμερα θα φύγω πιο νωρίς», της είπε.
«Γιατί;»
«Γιατί το πεπρωμένο μου με κράζει», απάντησε.
Κοίταξε τη θάλασσα κι άξαφνα άρχισε να χαμογελάει και να γνέφει αργά με το δεξί του χέρι. Το βλέμμα του φυλακίστηκε πέρα στο βάθος, σε κάτι ακαθόριστες μορφές. Θαρρούσε πως έβλεπε κάτι αέρινες φιγούρες να λικνίζονται στην επιφάνειά της.
«Οι γοργόνες μου…» μονολόγησε μαγεμένος μ’ ένα χαμόγελο που αποκάλυψε το μοναδικό του δόντι. Οι φιγούρες πλήθαιναν συνέχεια, ο χορός τους γινόταν όλο και πιο γρήγορος κι όλο πλησίαζαν. Του φάνηκε πως άκουγε μια ουράνια μελωδία, καμωμένη από αγγελικές ρομφαίες, να διαχέεται στον αέρα, να τρυπώνει σε κάθε σχισμή, σε κάθε χαραμάδα του μυαλού του και να τον μεθάει. Του φάνηκε πως έβλεπε τις ψαρίσιες τους ουρές να χρυσίζουν στο σεληνόφωτο. Του φάνηκε κιόλας πως μύριζε την ευωδιά που απέπνεαν τα λεπτά τους κορμιά. Έρποντας ύπουλα μες το κεφάλι του τούτη η δίνη των παραισθήσεων τον συνεπήρε. Πήγε στην άκρη της προβλήτας και τράβηξε το χοντρό σκοινί που κρατούσε τη βάρκα του. Σα να ‘γινε φίδι το σκοινί, με τις φολίδες του να ασημίζουν στο φως, που γύρισε απότομα, τυλίχτηκε γύρω απ’ τον καρπό του και τον δάγκασε στις φλέβες. «Το φίδι», μονολόγησε έντρομο το κορίτσι, «η τρέλα ήρθε να τον σκοτώσει…» Ο τρόμος μπροστά στο αμετάκλητο πεπρωμένο την είχε πετρώσει, την κρατούσε σφηνωμένη στη θέση της, ανίκανη να αντιδράσει.
«Έι, παππούλη, πού πας;» του φώναξε.
«Πάω, παιδί μου, πάω στις γοργόνες μου…»
Σηκώθηκε με κόπο και προσπάθησα να τον εμποδίσει. Έσπρωξε με δύναμη το χέρι της –άσπλαχνος που γίνεται ο άνθρωπος κάποτε σαν χάνει την επαφή του με τα γήινα!– που κρατούσε το σχοινί-φίδι δεμένο στο κρικέλι της προβλήτας.
«Δεν έχει νόημα να μ’ εμποδίζεις. Θα φύγω. Πρέπει να φύγω! Δε μένω δω, τ’ ακούς; Εμένανε ο Θεός μου το ‘ταξε να πεθάνω ευτυχισμένος!»
«Παππού… παππούλη μη φεύγεις!…» Τον ικέτεψε με ζέση. Αλλά είχε κιόλας αποπλεύσει χωρίς ούτε καν να την αποχαιρετήσει, να της πει ένα αντίο, έναν στερνό αποχαιρετισμό.
Έμεινε να παρακολουθεί μ’ αγωνία τη βαρκούλα ν’ χάνεται αργά και ν’ αφουγκράζεται τον ήχο των κουπιών που πάφλαζαν καθώς άγγιζαν το νερό.
Τι είναι αυτό που σπρώχνει τους ανθρώπους στην αυτοκαταστροφή; Ποια μοίρα, ποιο χέρι τους τυφλώνει και τους οδηγεί στο χαμό; Και ποιος είναι αυτός που το μπορεί να τη σταματήσει; Ποιος είναι αυτός που δεν προσκαλεί προκλητικά τον πόνο; Ποιος είναι αυτός που ξέρει να διαβάζει τα σήματα απ’ το υπερπέραν που ξέρει να αποκρυπτογραφεί τις προειδοποιήσεις στα μύχια της ψυχής του και να περιγελά την τύχη;
Η θάλασσα πήρε ένα περίεργο χρώμα, κάτι ανάμεσα στο μαύρο και το σκούρο μπλε. Το φεγγάρι έριξε τις αχτίδες του σχηματίζοντας μια ασημένια πορεία πάνω στην υγρή επιφάνειά της. Βγήκαν οι κόρες του Νηρέα να τραγουδήσουν το άπειρο της ευτυχίας τους, που το μαύρο υγρό τον έφερε κοντά τους.
Η πλαγιά πάνω από το ακρογιάλι ανέδυε τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου. Η γη προσέφερε την αίσθηση της σιγουριάς και της ασφάλειας. Μπροστά, το πέλαγος έγλειφε τα βράχια και την αμμουδιά. Η θάλασσα πλημμύριζε την αίσθηση της ελευθερίας και του μυστηρίου. Ο ουρανός έριχνε αφειδώς στη Γη το ασήμι της αστερόσκονης. Το σύμπαν απίθωνε το μεγαλείο του στην αγκαλιά της Γαίας. Γη, θάλασσα και ουρανός είναι ο κόσμος μας. Έτσι απλά, γη και θάλασσα και ουρανός…
0 σχόλια:
Post a Comment