Searching...
23 February 2013

Μικρές ιστορίες ανθρώπων: Η τελετή




     Είναι λοιπόν περίεργο το πώς σκαλώνει ο νους του ανθρώπου σε κάτι μικρά, ασήμαντα φαινόμενα εξ’ αρχής, πραγματάκια για να καταστήσει το βίο αβίωτο. Η Κατερίνα, ας πούμε, ενοχλούταν τα μέγιστα –έως και θλιβόταν– που δεν μπορούσε να διατυπώσει για τους γονείς της μια ρήση παρόμοια με αυτή που είχε διαβάσει στα Λόγια της πλώρης του Καρκαβίτσα, «ελαφρύ το χώμα που τους σκε­πάζει», και που, άγνωστο γιατί, της έκανε βαθιά εντύπωση. Ο λόγος είναι απλός: τους είχαν ξεθάψει και τοποθετήσει σε οστεοφυλάκιο. Είκαζε πως τούτη η ενόχληση είχε τις ρίζες της στην διαδικασία εκταφής τους, τρία χρόνια μετά από ένα ατύχημα που τους στοίχισε τη ζωή. Θα 'ταν δε θα 'ταν δεκαπέντε χρόνων τότε. Θλιβερή τελετή, αληθινά θλιβερή, άχαρη κι αχρείαστη. Τι σκοπό άραγε εξυπηρετούσε σε έναν τόπο, σχετικά αραιοκατοικημέ­νο, που σε κάθε ψυχή αναλογούν δύο τετραγω­νικά μέτρα γης και με το παραπάνω;
Αριβάρισαν στο ταφείο η ώρα δύο το μεσημέρι –ό,τι πρέπει δηλαδή για να μείνουν νηστικοί με το θέαμα–, εκείνη, οι θείες Φρόσω και Καίτη, αδελφές της μητέρας της, ο Δημοσθένης, σύζυγος της Καίτης κι ο Χριστόφορος, ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Πέντε βαρυπενθούντες, ντυμέ­νοι στα μαύρα σαν κοράκια –ειδικά ο Δημοσθένης που ‘χε και την κατάλληλη μύτη, έμοιαζε έτοιμος να κράξει–, με την ψυχή στο στόμα. Η Φρόσω είχε κουβαλήσει κι ένα  σα­κουλάκι με τα χρειαζούμενα –χλωρίνη, σαπούνι, ένα καθαρό πανί και τα συναφή– που της τα ‘χε ζητήσει ο νεκροθάφτης για να πλύνει τα κόκαλα, αφού αυτός ήτανε που έκανε και τη μακά­βρια δουλειά της εκταφής.
«Μην ανησυχείς», της έλεγε όλη την ώρα, κουρασμένος να την βλέπει να πηγαίνει πέρα-δώθε ως ταύρος μαινόμενος σε υα­λοπωλείο και να τρώει νύχια και δάχτυλα του αριστερού χεριού. «Να, λίγο να ‘ρθει ο παπάς να ψάλλει, ν’ ανοίξουμε τα κασόνια και τέλος!»
Αυτό το ν’ ανοίξουμε τα κασόνια λογάριαζε κι εκείνη κι έτρεμε. Φοβόταν ν’ αντικρίσει τους αγαπημένους της –ό,τι πιο ακριβό είχε ποτέ στη ζωή της– σε κείνο το απεχθές στάδιο της αποσύνθεσης. Φοβόταν κιόλας μήπως στη θωριά τους, σηκωθούνε οι πεθαμένοι και τους πάρουν στο κυνήγι. Τα λόγια του Ανέστη –αυτό ήτανε το όνομα του νεκροθάφτη, οξύμωρο, μα σωτήριο καθώς παρέπεμπε σε μακαριστούς συνειρμούς περί αθανασίας των ψυχών και τα συνακόλουθα, στο σωστό μέρος–, αυτά τα λόγια, τα κάπως ενθαρρυντικά, πιάσανε κομματάκι τόπο κι έπαψε να τρώει τα δάχτυλα, περιοριζόμενη στα νύχια.
Η Φρόσω, καθισμένη στο πεζούλι ενός ανοιχτού τάφου, αγνάντευε με το κεφάλι μισοσκυμμένο τη θέα της καταγάλανης θάλασσας που λαμπύριζε στο μεσημεριάτικο ήλιο. Ωραίο μέρος είχαν βρει σε τούτο το παραθαλάσσιο χωριό για να φτιάξουν το νεκροταφείο: ακριβώς στ’ αγνάντι του πελάγου, σε ένα ίσιωμα στην πλαγιά του βουνού που κατέληγε να κατακρημνίζεται σε μεγάλους, πέτρινους όγκους στην αγκαλιά του Αιγαίου. Ωσάν ένα μπαλκόνι στο Αιγαίο. Ακριβώς σαν αυτό: να ατενίζουν οι ψυχές το σμίξιμο τ’ ουρανού και της θάλασσας και ν’ αγαλλιά­ζουν, να μην το φέρνουν βαρέως που αναγκάστηκαν να εγκατα­λείψουν τα εγκόσμια. Καθόταν, τέλος πάντων, στο χείλος του τάφου η Φρόσω, γυρισμένη λίγο στο πλάι, με τα πόδια λυγι­σμένα και τις γάμπες ν’ ακουμπούν σχεδόν στο έδαφος, ρίχνο­ντας από καιρού εις καιρόν κλεφτές ματιές στα κασόνια, που τα ‘χε ανοίξει απ’ το πρωί ο Ανέστης για να τα καθαρίσει και να πλύνει τα οστά, με μια έκφραση ανεξιχνίαστη στο πρόσωπο –ένα ανακάτωμα στεναχώριας, ντροπής και ενοχής–, αποφεύγοντας ολοφάνερα ν’ αναμετρηθεί καταπρόσωπο μαζί τους. «Φοβάται κι αυτή», συλλογίστηκε η μικρή. Απέναντί της ο Δη­μοσθένης, αλά μπρατσέτα με την Καίτη που μυξόκλαιγε, κάπνιζε, με τα μισόκλειστα πράσινα μάτια του ανέγγιχτα από οποιοδήποτε συναίσθημα, ένα από τα ακριβά του πούρα. Και παραδίπλα, ο Χριστόφορος, κατηφής, ένεκα η περίσταση, μουρμούριζε μες τα δόντια του πως άργησε ο παπάς και πως ανέκαθεν το ‘χε σύ­στημα ν’ αργοπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις και να ‘ρχεται ύστερα προσηνής και χαμογελαστός –θέλημα Θεού κι ο θάνα­τος γαρ, ευτυχία η αποδήμηση εις Κύριον–, σα να το ευχαρι­στιόταν ο μπαγάσας που έβγαζε την ψυχή στους πενθούντες.
Ήρθε εν τέλει κι ο παπάς, έψαλλε ό,τι είχε να ψάλλει, είδανε και τα οστά, δυο σκελετούς σκέτους, γκριζωπούς, με κάτι υπό­λευκους μεγάλους λεκέδες, υγραμένους ακόμη απ’ το πάστρεμα του Ανέστη, αδιανόητο το πώς κουβαλούσαν πάνω τους τόσα βάρη, σάρκα και ψυχή, ύλη και πνεύμα, τόση ζωή, τόσες λύπες και χαρές, δάκρυα και γέλια, οδύνες κι ευτυχίες. Η καρδιά της βούλιαξε στο αντίκρισμά τους. Έσφιξε δυνατά τα δόντια για να μην κλάψει, τόσο δυνατά που ‘νιωσε οξύ πόνο στους κροτάφους. Δεν θα έκλαιγε εκεί, μπροστά τους, όχι εκεί. Το βράδυ ίσως ναι, το βράδυ μόνη στο δωμάτιό της, εκειδά που κανείς δε θα την έβλεπε, μπορούσε να ξαλαφρώσει. Μα όχι εκεί, όχι μπρο­στά τους. Όχι να την λυπηθούν και ν' αρχίσουν τα λόγια της παρηγοριάς που της ανέβαζαν το αίμα στο κεφάλι.
     Κοίταξε το σκελετό του πατέρα, μεγαλοκαμωμένος τούτος, με φαρδύτερα τα οστά της πλάτης, αψηλόκορμος κι ευθυτενής. Λαχτάρισε να δει στο σημείο που ήταν το αυτί του ένα λέλουδο. Πήρε απ’ την ανθοδέσμη που είχε φέρει μαζί της ένα γαρύφαλλο και προσπάθησε να το στερεώσει σε κείνο το σημείο, μα καθώς ήταν αδύνατο, το πέρασε μέσα απ’ την δεξιά ματότρυπα. «Τα λέλουδα καμώθηκαν για να στολίζουν τα ύψη κι όχι να μαραζώνουν ριζωμένα στο χώμα…», του άρεσε να λέει...  δε βαριέσαι, ψηλά είναι και τα μάτια!… Ύστερα, για να γλυκάνει λίγο τον καημό της μάνας που της χαλούσανε τα λουλούδια, απίθωσε ολόκληρη την ανθοδέσμη πάνω στα λεπτεπίλεπτα κοκαλάκια της, χωνεμένα σχεδόν στα τρίχρονα που ‘χαν ήδη προσπεράσει. Στο τέλος γύρισε προς τον Ανέστη ο οποίος την παρατηρούσε διαρ­κώς με τα μικρά του, χάντρινα μάτια, προσπαθώντας να συμμα­ζέψει λίγο τις τούφες απ’ τα ασπρισμένα, αραιά μαλλιά της κε­φαλής του, που 'χαν βαλθεί να επιδείξουν τ' ατιμα, εκείνη τη μέρα, ασυνήθιστη ατημέ­λεια.
«Καλοί άνθρωποι ήταν οι μακαρίτες.» Έκανε για να την πα­ρηγορήσει. «Κοίτα τους, σε λίγο θα χωνέψουν και τα σκέλεθρα.» 
«Ναι, ήταν καλοί, μα τι να το κάνεις…» και μειδιώντας ελαφρά άπλωσε παρακλητικά τα χέρια προς το μέρος του. «Μην τους πάρεις τα λουλούδια. Όταν τους βάλεις στο φυλάκιο εννοώ, μην τους τα πάρεις. Δεν ήμουν εδώ όταν τους θάψανε και φύγανε χωρίς αυτά, μην τους τα στερήσεις πάλι σε παρακαλώ, θέλω να ‘ναι ήσυχοι.»
Ο Ανέστης συγκατένευσε μ’ ένα απλό νεύμα του κεφαλιού που του ‘φερε μια λευκή τούφα στο μέτωπο.
«Φεύγω», ανακοίνωσε η Κατερίνα στη Φρόσω, «είσαι ευχαριστημένη τώρα;»
«Μα πώς θα γυρίσεις; Μια ώρα δρόμος είναι με τα πόδια!» Αντέτεινε εκείνη.
«Δεν πειράζει.» απάντησε και μετά από μια μικρή παύση πρό­σθεσε σιγανά αλλά αρκούντως σαρκαστικά: «Παρά να μπω πάλι στη Mercedes του Δημοσθένη…»
Αποχώρησε με το κεφάλι ψηλά, αφού πρώτα έριξε την τα­λαιπωρημένη της τσάντα στην πλάτη, και χαλάρωσε λίγο το δέσιμο των παπουτσιών. Όσο και να ‘τανε, μια ώρα δρόμος την περίμενε, ντάλα μεσημέρι που ο ήλιος πύρωνε την άσφαλτο, ξετρέλαινε τα τζιτζίκια κι έκανε την οσμή απ’ τα παραγινωμένα σύκα και τις καβαλίνες των γαϊδάρων να τρυπώνει δυνατή στα ρουθούνια, φέρνοντας λιγοθυμιά. Καθώς προχωρούσε στην ανη­φόρα, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως τελικά καλά έκανε και για μία και μοναδική φορά φόρεσε τα μαύρα και πήγε, άφησε και τα λουλούδια, τους αποχαιρέτησε στερνή φορά... μάταια όλα, ανώφελα, ησυχαστικά ωστόσο για τη συνείδηση. Στην αρχή δεν ήθελε, αρκετά στενάχωρη ήταν η ζωή της –έτσι νόμιζε αφελώς–, τι το ‘θελε καινούριο σεκλέτι; Αλλά η Φρόσω επέμενε.
«Θα έρθεις και θα πεις κι ένα τραγούδι!» Φώναξε. «Ντροπή, ούτε τους συχωρεμέ­νους δεν καταδέχεσαι πια; Σπλάχνο τους ήσουνα, όχι αποπαίδι!…»
Κι αυτή της η κουβέντα την έκανε να υποχωρήσει. Σπλάχνο τους ήτανε, σώμα απ’ το σώμα τους, αίμα απ’ το αίμα τους. Και την αγάπαγαν τόσο, ας χώραγε κι εκείνη, για το χατίρι τους, λίγη ακόμη λύπη στην καρδιά,  που δεν πρόλαβε να τους χαρεί όσο θα ‘θελε, με σάρκα και οστά, κι όχι να τους βλέπει σκέτα κόκαλα σε ένα κασονάκι…
     Όλα αυτά ήρθανε στο μυαλό της ένα πρωί, όταν ο ταχυδρόμος έφερε ένα φάκελο με το ποσό που ετησίως πλήρωνε στο δήμο για το οστεοφυλάκιο. Λίγα χρήματα, μηδα­μινά, δε γίνεται γι’ αυτά τόσος λόγος. Μα τι τη θέλανε αυτή τη μακάβρια τελετή; Γιατί να της κακοποιήσουν μονομιάς την χαρούμενη εικόνα που είχε στο μυαλό της για κείνους; Γιατί να λαβαίνει κάθε χρόνο αυτό το λογαριασμό, που μόνο κακές αναμνήσεις έφερνε, αφού ακόμη και τώρα, κοτζάμ γυναίκα πια, γύρευε το λόγο που έφυγαν τόσο νωρίς και δε το μπόρεσαν να την εξοπλί­σουν καλύτερα για τούτο το μακρύ ταξίδι που λέγεται ζωή. 
Να, γι’ αυτό θλιβόταν που δεν μπορούσε να γράψει, παραφράζοντας λιγάκι τον Καρκαβίτσα, «ο πατέρας μου, ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, δεν ήθελε να με κάμει δυστυχή…»...
 

Share This To :

4 σχόλια:

  1. Καλογραμμένο ! Και ΠΟΛΥ μα ΠΟΛΥ αληθινό !
    Ιστορίες που σε καθοδηγεί η ζωή και τις γράφεις !

    ΥΓ... Δεν είμαστε όλοι ίδιοι έτσι ; Λέω εγώ τώρα...

    ReplyDelete
    Replies
    1. Kαλημέρα Γιώργο!! κι ευτυχώς δλδ που δεν είμαστε όλοι ίδιοι... αλλά γιατί το λες τώρα????
      Δεν σε μπερδεύω βρε με κανέναν... χαχα :p

      Delete
  2. καλώς σε βρήκα, μαρεσε το ιστολογιο σου απο τη γιαγια σε βρήκα

    ReplyDelete
    Replies
    1. Να 'σαι καλά άσωτε υιέ.. μοσχαράκι δεν έχω να σφάξω... οπότε καλώς όρισες σκέτο!!! :)

      Delete

 
Back to top!