Searching...
25 May 2010

εικόνες απ' τα Κατεχόμενα: Χεβρώνα

   Την πρώτη φορά που μπήκαμε στα Κατεχόμενα ήταν άνοιξη. Ο καιρός υπέροχος. Ήταν πολύ πρωί και ο ήλιος αδύναμος ακόμη. Στον καθαρό ουρανό κρέμονταν δυο τρία μισοδιάφανα σύννεφα. Επιβιβαστήκαμε ανυπόμονα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Απ' την Ιερουσαλήμ ως τη Χεβρώνα λίγες ώρες δρόμος...

   Βάλθηκα να κοιτάζω τις περιοχές απ’ τις οποίες περνούσαμε. Είχα ανοίξει διάπλατα τα μάτια και ρουφούσα τις εικόνες όπως η μέλισσα το νέκταρ απ’ τα σπάνια λουλούδια. Καθώς ήταν νωρίς στους δρόμους δεν υπήρχε κίνηση και βγήκαμε γρήγορα στον φαρδύ αυτοκινητόδρομο ευρωπαϊκών προτύπων, φρεσκοστρωμένο, με τις γραμμές που χώριζαν τις λωρίδες κυκλοφορίας να λάμπουν.

   Κατάλαβα αμέσως πότε περάσαμε στην περιοχή των κατεχομένων καθώς η αλλαγή του σκηνικού ήταν μεγάλη και απότομη. Εκεί ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος, γεμάτος λακκούβες και σκόνη. Η φτώχεια ολοφάνερη. Ένας τόπος που λες και δέσποζε το γκρίζο. Πέτρινα ερειπωμένα κτίρια, φτωχόσπιτα φτιαγμένα από τσιμεντόλιθους που πάσχιζαν να σταθούν όρθια, αφρόντιστα, χωρίς κήπους, χωρίς κανένα ίχνος ευμάρειας, μερικά μαγαζιά, χτήματα περιφραγμένα με συρματοπλέγματα, δυο τρεις λασπότοποι, σκουπίδια πεταμένα εδώ κι εκεί. Και πέτρες. Ένας τόπος διάσπαρτος από πέτρες. Κάτι πέτρες άσπρες σχεδόν, σκληρές, όλο γωνίες. Να σκουντουφλήσεις πάνω τους να σπάσεις τα ποδάρια σου. Άγονη γη, αφιλόξενη θα ‘λεγε κανείς, δύσκολο να περπατήσεις ξυπόλητος πάνω της, δύσκολο να σε θρέψει. Κι όμως, πόσο αίμα χύνεται γι’ αυτή τη στέρφα γη, γι’ αυτό το σκληρό, λιθοσπαρμένο χώμα, το τόσο δύσκολο να βλαστήσει.

Η Γη της υπόσχεσης.

Η Γη του μίσους.

Η Γη που ευλογεί την πίστη τόσο απόλυτα που την μετουσιώνει σε Βία. 

Η Γη που εξαγνίζει την βία ονομάζοντάς την "πίστη".

     Φαντάστηκα πως τα καλοκαίρια, όταν ο ήλιος πύρωνε τούτο το ημιερημικό έδαφος, η ζέστη θα έκανε τον τόπο να μοιάζει με καμίνι. Κοίταξα για λίγο πίσω. Το αυτοκίνητο καθώς έτρεχε άφηνε ένα σύννεφο σταχτόασπρης σκόνης.

   Αισθάνθηκα μια γαλήνη να αναδύεται απρόσμενα κι αναίτια από μέσα μου καθώς διασχίζαμε εκείνες τις λίθινες περιοχές. Σε κάθε λακκούβα του δρόμου το αυτοκίνητο τρανταζόταν λες και ήταν έτοιμο να διαλυθεί και τότε η ευτυχία μου μεγάλωνε. Μου άρεσε τούτος ο τόπος -όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό. Με συνάρπαζαν όλα αυτά τα καινούρια πράγματα που έβλεπα και όλα όσα φανταζόμουν ότι επρόκειτο να δω.


   Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν φτάσαμε. Η Χεβρώνα, Al-Khalil, η Γη που έθρεψε την δρυ του Αβραάμ, η Γη της υπόσχεσης, η Γη του βασιλιά Δαυίδ, ήταν μια πολύβουη πόλη, μεγάλη ή μικρή δεν μπορούσα να το αποφασίσω ακόμη. Η αγορά είχε ανοίξει. Οι έμποροι καταπιάνονταν με το καθάρισμα και το άπλωμα της λιγοστής τους πραμάτειας. Μικρά τα μαγαζιά, λίγα τα εμπορεύματα. Η υπερκατανάλωση του δυτικού κόσμου δεν είχε φτάσει ακόμη. Απρόσφορες οι συνθήκες για την άνθηση των εμπορικών κέντρων. Λίγες οι δουλειές, λίγα τα χρήματα, ακριβή η καλοπέραση, στερημένη η ζωή. Άνθρωποι που περπατούσαν νωχελικά, άντρες κυρίως, ξεχύνονταν από κάθε γωνιά. Λίγες γυναίκες, φορώντας τις παραδοσιακές αραβικές κελεμπίες κι έχοντας το κεφάλι τους σκεπασμένο μ’ ένα μεγάλο μαντήλι είχαν βγει για τα πρωινά ψώνια. Παιδιά ξυπόλυτα με τα μαλλιά κοντοκουρεμένα έτρεχαν στους δρόμους. Σκληρό και το παιγνίδι εδώ. Πόλεμος. Με τα πεταμένα μαδέρια που έβρισκαν εδώ κι εκεί έφτιαχναν όπλα για να κυνηγήσουν Εβραίους. Ένα δυο αγοράκια, δε θα ‘τανε πάνω από πέντε-έξι χρόνων, είχανε ζωστεί με κονσερβοκούτια παραγεμισμένα χώμα και χαλικάκια. Είχαν σκεπάσει το κεφάλι τους με κουκούλες που άφηναν δύο τρύπες στη θέση των ματιών. Φώναζαν δυνατά «Αλλάχ χου ακμπαρ» κι έπειτα έδιναν ένα σάλτο κι έσκαγαν στο έδαφος με ορμή μιμούμενοι με το στόμα τον ήχο μιας βόμβας που σκάει.


   «Τι κάνουν τούτα εδώ;» ρώτησα.

   «Παριστάνουν τους καμικάζι, τους μάρτυρες της Τζιχάντ!»

   Ένιωσα ντροπή για το ανθρώπινο είδος που αναγκάζει τα νεογνά του να μεγαλώνουν με το μίσος φωλιασμένο στην καρδιά τους. Για τον πόλεμο που οπλίζει τα παιδικά χέρια.


   Αφήσαμε το αμάξι σε ένα συνεργείο και συνεχίσαμε την πορεία μας με τα πόδια. Η ανέχεια φώναζε από μακριά. Οι δρόμοι βρώμικοι, γεμάτοι σκουπίδια, αποτσίγαρα και λαδιές. Σε πολλά καταστήματα είχαν αντικαταστήσει τα σπασμένα τζάμια των βιτρινών με νάιλον. Οι ταμπέλες τους ήταν γραμμένες στ’ αραβικά. Πάσχιζα να μαντέψω το περιεχόμενό τους με βάση το είδος του εμπορεύματος. Ματαιοπονία την οποία γοργά εγκατέλειψα αν λάβει κανείς υπόψη του πως σε ένα από αυτά είδα στη βιτρίνα είδη οικιακής χρήσεως μαζί με ηλεκτρικές συσκευές, αγροτικά εργαλεία και κλινοσκεπάσματα.


   Κάθε τόσο ανταμώναμε φαντάρους ντυμένους στα χακί, με την Ισραηλινή σημαία στο περιβραχιόνιό τους και το όπλο στο χέρι να περιπολούν την περιοχή. Μικρά παλληκάρια ήτανε και μαζί τους μερικές κοπέλες, στα χακί και αυτές, με το φαιδρό ύφος του θράσους του κατακτητή ανάμικτο με κάποιον φόβο. Νέα παιδιά ριγμένα απότομα στη δίνη του πολέμου. Άνθρωποι που το πρώτο πράγμα που μάθαιναν ήτανε να αναγνωρίζουν τον εχθρό…


   Η ματιά μου έπεσε σε ένα πέτρινο κτίριο του οποίου η μια γωνιά ήταν μισοβουλιαγμένη. Οι τοίχοι του ορθώνονταν λαβωμένοι κάτω απ’ τον ανοιξιάτικο ήλιο αστράφτοντας μιαν αταίριαστη λευκότητα. Οι ιδιοκτήτες του είχαν προσπαθήσει να κλείσουν την τρύπα πρόχειρα με κάτι μεγάλα κομμάτια από πλαστικό, ελενίτ και κουβέρτες.

   «Τι είναι εδώ;» ρώτησα.

   Aυτό το σπίτι είχε ολόκληρη ιστορία. Όπως και κάθε σπίτι της Παλαιστίνης... Οι ένοικοί του ήταν πλούσιοι άνθρωποι. Ευκατάστατοι μάλλον. Είχανε ένα εργοστάσιο επίπλων. Φτιάχνανε τις καλύτερες κρεβατοκάμαρες της Παλαιστίνης. Από παντού πήγαιναν για να αγοράσουν κάμαρα. Άραβες από τα γύρω μέρη μα και από το Ισραήλ. Λέγανε πως ερχόταν κόσμος ακόμη κι από την Ιορδανία, οι τιμές ήταν πολύ καλές. Η οικογένεια είχε έξι παιδιά. Τέσσερα αγόρια και δύο κόρες. Σηκώθηκαν οι άντρες για να πάνε στη δουλειά κι οι γυναίκες για να μαγειρέψουν και να κάνουν τις σπιτικές δουλειές. Λίγο αργότερα έφεραν στο σπίτι την είδηση. Τα δύο μεγαλύτερα παλληκάρια είχαν σκοτωθεί σε μια συμπλοκή στο δρόμο. Μαζεύτηκε κόσμος. Οι άντρες φωνάζανε πως ήταν τυχεροί που γίνανε μάρτυρες αλλά η μάνα και οι αδελφές κλαίγανε και σκίζανε με τα νύχια τα μάγουλά τους για το κακό.


   Κακό που δε σταμάτησε εκεί. Το μικρότερο αγόρι, με τα αίματά του να βράζουνε, άρχισε να δουλεύει για τους παραστρατιωτικούς. Στην αρχή έκανε τον τσιλιαδόρο και ταυτόχρονα μάθαινε τα μυστικά του πολέμου. Δυο χρόνια μετά ανατινάχτηκε σε ένα εμπορικό κέντρο στο Τελ Αβιβ παίρνοντας μαζί του δεκαπέντε ζωές. Τον έκαναν ήρωα εδώ. Οι Ισραηλινοί γύρισαν για να εκδικηθούν. Ήρθαν τανκς και μπουλντόζες για να γκρεμίσουν το σπίτι. Ο κόσμος έκανε ανθρώπινη ασπίδα. Ολόκληρη μάχη έγινε απέξω. Το τάνκ άρχισε να βαράει το σπίτι μισογκρεμίζοντάς το. Οι άνθρωποι δεν είχανε πια τα μέσα να το επισκευάσουνε... είχανε δώσει όλες τους τις οικονομίες στους παραστρατιωτικούς –για να ενισχύσουν τη “Τζιχάντ”. Η εκδίκηση ήταν τώρα η πρώτη προτεραιότητα. Κλείσανε το λοιπόν τις τρύπες που άνοιξαν οι πυροβολισμοί όπως-όπως, σφάλισαν το μίσος στην καρδιά τους και ζουν με την ανάμνηση των παλιών μεγαλείων, την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής που θα ΄ρθει να επουλώσει τις πληγές…


   Πιάσαμε να ανεβαίνουμε σε έναν ανηφορικό δρόμο. Λίγα μέτρα πιο κάτω στρίψαμε στα δεξιά. Μπλεχτήκαμε μέσα στα καλντερίμια της πόλης. Κάθε τόσο σταματούσαμε, ο Α. ρωτούσε κάτι και συνεχίζαμε στρίβοντας δεξιά ή αριστερά. Η βρωμιά και η αθλιότητα σε τούτη τη συνοικία ήτανε μεγαλύτερη από πριν. Σπίτια, εργαστήρια, στάβλοι με ζώα, όλα ανάκατα και μια ανυπόφορη μυρουδιά αναδυόταν από κάπου. Έξω από ένα τρισάθλιο διώροφο οίκημα στραφτάλιζε παρκαρισμένη μια μεγάλη, ασημένια, αυτόματη Mercedes.

   «Τι είναι αυτό;» απόρησα δείχνοντας το αυτοκίνητο, προκλητικά πολυτελές για τούτο τον κόσμο.

   «Αυτό είναι το όχημα του παλαιστίνιου γιατρού που επισκέπτεται τη Χεβρώνα μια φορά το δεκαπενθήμερο. Καλοπιάστηκε στην Ιερουσαλήμ κι είπε να κάνει και λίγη ελεημοσύνη στους φτωχούς. Έρχεται και σε μας κάθε τρίτη και δεκάτη ογδόη του μηνός…»

   Ντράπηκα για άλλη μια φορά για την αναλγησία που ήταν ικανοί να επιδεικνύουν οι άνθρωποι κάποιες φορές.

   «Καλά και δεν φοβάται που ‘ρχεται δω με τόσο ακριβό αυτοκίνητο; Απορώ πώς δεν του το έχουνε κάψει ακόμη…»

   «Ανάγκη τον έχουνε, μην το ξεχνάς αυτό. Εξάλλου κι αυτός είναι συμπατριώτης μας. Το ότι πρόκοψε δεν σημαίνει πως πρέπει να τον στείλουμε και στο πυρ το εξώτερον…»

   «Μα…»

   «Σώπα. Δεν έχει νόημα τούτη η κουβέντα. Γίνονται άλλα τρισχειρότερα, δεν το βλέπεις, με την Mercedes του δόκτορος Χουσεΐν νομίζεις έχουνε όρεξη ν’ ασχολούνται οι άνθρωποι;…»

   Σωστό κι αυτό. Εγώ ήμουν ξένη σε τέτοιες καταστάσεις και συνεπώς η αξιολόγησή μου παρακινδυνευμένη και οπωσδήποτε ελλιπής. Προτίμησα εν τέλει να το βουλώσω και να αρκεστώ στην απλή παρατήρηση.


   Κοντοστάθηκα σε ένα μαγαζί επίπλων. Στον κάτω όροφο εκθέτανε τα σαλόνια. Μεγάλα, βαριά έπιπλα, στις αποχρώσεις του καφέ, του μπεζ και του μπορντό κυρίως, περασμένα με σκούρο γυαλιστερό λούστρο που ήταν υπερβολικά στολισμένα με περίτεχνα σκαλίσματα. Στο απέναντι κατάστημα πουλούσαν ζώα: κουνέλια, λαγούς, γαλοπούλες. Πλησιάσαμε περίεργοι και βαλθήκαμε να παρατηρούμε τις αδέξιες κινήσεις τους μέσα στα στενάχωρα, βρώμικα κλουβιά και τις τρομαγμένες τους κραυγές κάθε φορά που κάποιος τα πλησίαζε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Και τότε έγινε το εξής καταπληκτικό. Μια γυναίκα πλησίασε το κατάστημα και στάθηκε να κοιτάζει λυπημένη το κλουβί με τα κουνέλια. Έπειτα ψαχούλεψε μέσα στην τσάντα της, έβγαλε ένα πορτοφόλι, το άνοιξε και μέτρησε τα λιγοστά της χρήματα.

   «Δώστε μου παρακαλώ τρία κουνέλια.» είπε στον μαγαζάτορα. Ξέχασε όμως να του εξηγήσει ότι τα ήθελε ζωντανά. Ή δεν πρόλαβε. Εκείνος με γοργές κινήσεις άνοιξε το κλουβί, άρπαξε τρία κουνέλια, πήρε κι ένα τεράστιο κοφτερό μαχαίρι, τα έσφαξε και βάζοντάς τα σε μια σακούλα τα έτεινε προς το μέρος της. Εκείνη η καημένη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, έβαλε μια τσιρίδα και σωριάστηκε λιπόθυμη. Το νεαρό αγόρι που τη συνόδευε άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Έφεραν νερό, της έπλυναν το πρόσωπο.

   «Μας συγχωρείτε. Η αδελφή μου δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοια» απολογήθηκε λες κι έφταιγε αυτός για την κατάσταση. «Ήρθαμε απ’ το Λονδίνο για λίγο καιρό να δούμε τον παππού και τη γιαγιά…»

   Μερικές στιγμές αργότερα η κοπέλα συνήλθε.

   «Μα γιατί, γιατί τα σφάξατε;» άρχισε να κλαίει. «Μόνο να σκοτώνετε έχετε μάθει σε τούτο τον τόπο; Για την αυλή μου τα ‘θελα, γιατί τα λυπήθηκα που τα ‘δα έτσι κακόμοιρα! Αχ, γιατί τα σφάξατε;…»

   Οι άλλοι γύρω της την κοιτούσαν έκπληκτοι. Τόση φασαρία για τρία ψωροκουνέλια; Εδώ τόσοι άνθρωποι χάνονταν κάθε τόσο και τούτη έκλαιγε για τα κουνέλια; Το στομάχι μου είχε ανακατωθεί πολύ άσχημα. Αν δε φεύγαμε αμέσως από κει θα ερχόταν η σειρά μου να σωριαστώ κάτω. Ούτε εγώ ήμουν συνηθισμένη σε τέτοια και καθώς φαίνεται όλα τελικά, η ανοχή, η αντοχή, η αντίδραση, η ζωή ακόμη κι ο θάνατος, είναι θέμα συνήθειας…


Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!