Searching...
04 December 2010

...εν πλω!


Κάποτε γεννήθηκε σε ένα μικρό νησί ένα κορίτσι. Η τύχη το έφερε να είναι ο πατέρας της ναυτικός -καπετάνιος στα καράβια- κι έτσι ένιωσε από πολύ μικρό τον πόνο του αποχωρισμού. Ο πατέρας εκείνος αγαπούσε πολύ το δελφινάκι του, όπως φώναζε χαϊδευτικά το κορίτσι, κι από πολύ μικρό άρχισε να το παίρνει μαζί με τη γυναίκα του στα μακρινά του ταξίδια στον κόσμο.

Γύρισαν όλοι μαζί σχεδόν τη γη ολόκληρη. Ευρασία, Αφρική, Αμερική. Η θάλασσα άρχισε να καθορίζει τη ζωή της μικρής και χιλιάδες εικόνες γέμισαν τα μάτια της.

Στο πρώτο ταξίδι έφυγε για Αγγλία. Ήταν μόλις δυόμιση χρόνων κι έσερνε στο αεροδρόμιο μια σακούλα με το γιογιό της που έκανε τους υπαλλήλους να γελάνε. Το τελευταίο ήταν στα δεκατέσσερα.

Στα περισσότερα καράβια το δωμάτιο του καπετάνιου επικοινωνούσε με εκείνο του εφοπλιστή κι έτσι άτυπα, είχε το δικό της δωμάτιο. Τον δικό της κόσμο πες. Εκεί, μέσα από το φινιστρίνι έβλεπε τους γλάρους να βουτάνε στη θάλασσα, τα δελφίνια να ακολουθούν το καράβι ζωγραφίζοντας στον αέρα τις ημικυκλικές τους τροχιές, τα κύματα του ωκεανού που ακόμη και τα καλοκαίρια σηκώνονταν συχνά βουνό να καταπιούν το καράβι. Όταν ταξίδευαν τριγύριζε ολοήμερα στις καμπίνες των ναυτικών, στις κουζίνες και στις ρεσπέτζες, στη γέφυρα στο μηχανοστάσιο, στο κατάστρωμα.

Οι ναυτικοί του πλοίου και κάποιες από τις γυναίκες των αξιωματικών έφτιαχναν μια μικρή ποικιλόχρωμη κοινωνία από Έλληνες κι αλλοδαπούς. Ο γραμματικός κι ο πατέρας της την έμαθαν να παίρνει στη γέφυρα το στίγμα του καραβιού, να παρατηρεί την πορεία απ’ το ραντάρ, να ακολουθεί με το τιμόνι του καραβιού την πυξίδα. Ειδικά αυτό το τελευταίο της άρεσε πάρα πολύ! Μα ήταν ένα κατόρθωμα για ένα μικρό κορίτσι να οδηγεί ένα γκαζάδικο 100.000 τόνων!

Ο πατέρας της τις νύχτες την έβγαζε στο κομοδέσιο και της έδειχνε τους αστερισμούς. Αυτούς που φαίνονταν απ’ το Βόριο κι αυτούς που φαίνονταν απ’ το Νότιο Ημισφαίριο. Την Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο, τον Πολικό Αστέρα, τον Κύκνο, τον Πήγασο και τον Δράκοντα, τον α-Κενταύρου, τον Σταυρό του Νότου, την Ύδρα, την Αντλία…

Ακόμη έχει τόσα να θυμάται απ’ τα γκαζάδικα: ένα παζλ με 1500 κομμάτια που έφτιαξε με την Καίτη, τη γυναίκα του πρώτου μηχανικού, ένα συρτάρι με σοκολάτες και ζαχαρωτά που είχε ο Τάκης, ο μικρός γιος του ασυρματιστή, γάλα πεντανόστιμο που προμηθεύονταν απ’ το Ρότερνταμ της Ολλανδίας, ψημένο ψωμί αλειμμένο με βούτυρο και μαρμελάδα απ’ τον Γουίλιαμ, ένα μαύρο καμαρoτάκι απ’ το Κονγκό, το ποδήλατο που έκανε στο κατάστρωμα ο Έντουαρντ απ’ τη Σομαλία, τη λερωμένη με λάδια φόρμα του λοστρόμου που την πείραζε και της έλεγε πως την πλένει στο κατάστρωμα και γι’ αυτό αφρίζει η θάλασσα, τον μάγειρα και τον παραμάγειρα που πάλευαν σε μια τεράστια κουζίνα πάνω απ’ τα μαντέμια και τις κατσαρόλες, το κουρασμένο βήμα και την χλομάδα των ναυτών απ’ την Ινδονησία που έμπαιναν στη λαμαρίνα στα είκοσι κι έβγαιναν στα σαράντα, έναν ινδιάνο καμαρότο με μακριά μαλλιά πάντα χαμογελαστό, έναν σκουρόχρωμο Τούρκο ναύτη, τον Άλι, που οδηγούσε χαμογελαστός στη γέφυρα, μια γερή ψαριά μπακαλιάρων που έπιασαν με πετονιές στον Βόριο Ατλαντικό, το χαμόγελο του πρώτου μηχανικού, του μαστρο-Γιώργη, που έφτιαχνε την καλύτερη κακαβιά στον κόσμο.

Κι ακόμη το λαμαρινένιο δάσος που αγκομαχούσε στο μηχανοστάσιο κι αντιλαλούσε η βουή του σε όλο το καράβι, την τσιμινιέρα που κάπνιζε, το ματσακόνι στο κατάστρωμα και τη λαδομπογιά μου μύριζε, τα τεράστια αμπάρια γεμάτα με πετρέλαιο, την σφυρίχτρα που αντηχούσε μπάσα στο πέλαγο σε κάθε συναπάντημα με άλλο πλοίο ή στο έμπα του λιμανιού, μια μικρή αίθουσα προβολών στο «Λεωνίδας» όπου είδε για πρώτη φορά κινηματογραφική ταινία, νομίζω ήταν ένα γουέστρν σπαγγέτι με τον Τζουλιάνο Τζέμα, τις μεγάλες βιβλιοθήκες γεμάτες βιβλία λογοτεχνίας και ιστορίας που οργάνωνε σε κάθε καράβι ο πατέρας της.

Όταν έπιαναν λιμάνι ή ράδα και τέλειωνε ο πατέρας τις δουλειές του, έβγαιναν στη στεριά και θαύμαζαν τις ομορφιές του κόσμου. Ιορδανία, Αίγυπτος, Ιταλία, Ρουμανία, Ισπανία, Αγγλία, Σκωτία, Ολλανδία, ΗΠΑ, Μεξικό, Βραζιλία, Αργεντινή. Πιο πολύ έχει να θυμάται μια αγορά στη Τζέτα με τα χρυσαφικά αραδιασμένα στους πάγκους, ένα παζάρι στο Πορτ Σάιντ με λογής λογής μπρούντζινα ομοιώματα των Φαραώ, μια θάλασσα καλυμμένη από πετρελαιοκηλίδα στην Κωνστάντσα, μια σακούλα με ραδίκια που μάζεψαν στο Ρότερνταμ και μια κιθάρα «Eco» από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, ένα τεράστιο σαν πόλη λούνα-παρκ κι έναν ζωολογικό κήπο που φιλοξενούσε πάνω από 2.500 είδη ζώων στο Αμβούργο, έναν ελέφαντα, εκεί, που στη ράχη του ανέβηκε για μια μικρή βόλτα και τα δελφίνια που έπαιζαν μπάσκετ στο δελφινάριο, την άμπωτη και την παλίρροια στο Μέθιλ της Σκωτίας, τις απέραντες καταπράσινες εκτάσεις της Μεγάλης Βρετανίας διάσπαρτες από βοοειδή, τα μουντά κτίρια του Λονδίνου και το επιβλητικό Big Ben, τα πανύψηλα κτίρια της Νέας Υόρκης και τα highways, τις μελαμψές γυναίκες που περίμεναν στο λιμάνια της Βραζιλίας και της Λατινικής Αμερικής και τόσα άλλα…

Καθώς το καράβι διέσχιζε τις θάλασσες, φορτωμένο ανθρώπους απ’ όλη τη γη, τα σύνορά του έσβηναν. Έμοιαζε ο κόσμος ενιαίος, τουλάχιστον στα μάτια του μικρού κοριτσιού που είχε συνηθίσει να βλέπει με αγάπη την πλακουτσή μύτη του Γουίλιαμ και τα μακριά μαύρα μαλλιά του Ινδιάνου και το χαμόγελο του Άλι και τη χλομάδα των Ινδονήσιων, να κάθεται στα γόνατά τους και να παίζει μαζί τους τάβλι και Θανάση.

Έπειτα, μεγαλώνοντας, της είπαν πως ο κόσμος είναι χωρισμένος σε κράτη. Πως οι άνθρωποι κάνουν πολέμους και σκοτώνουν ο ένας τον άλλον, πως ο Άλι είναι εχθρός της, πως ο μαύρος Γουίλιαμ είναι κατώτερός της. Της είπαν πως εκείνος που άλλοι ονομάζουν Θεό, άλλοι Αλλάχ, άλλοι Γιεχωβά και άλλοι Βούδα δεν έχει έλεος για τους άπιστους. Πως στο όνομά τους έχουν γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ιστορίας… κοντολογίς πως ο πλανήτης είναι χωρισμένος σε εχθρικά στρατόπεδα και πως οι άνθρωποι μισιούνται.

Της είπαν πως είναι λάθος να είναι κανείς διαφορετικός και να μην πιστεύει όσα οι άλλοι γύρω της. Έμαθε πως πολλοί δάσκαλοι και γονείς είχαν το δικαίωμα να ασκούν βία, να χτυπούν και να εξευτελίζουν όποιο παιδί ξεχώριζε για να του επιβάλλουν την ομοιομορφία.

Μα εκείνη αλλιώς τα είχε δει μέσα από τα ταξίδια της, μέσα απ’ τα παιδικά της μάτια. Κι αρνήθηκε να συμπορευτεί με το κοινό αίσθημα. Αρνήθηκε τον πλου των στεριανών. Αρνήθηκε να συμμετέχει στη βία από όπου κι αν προέρχεται. Αρνήθηκε να αποχωριστεί τη μαγεία του Πολικού Αστέρα και του Σταυρού του Νότου.

Κι αποφάσισε πως πέρα από πολίτης μιας πατρίδας που έτυχε να την γεννήσει, ήταν πολίτης του κόσμου. Μια μικρή, μια απειροελάχιστη μονάδα απ' το σύμπαν, ένα κομμάτι της θάλασσας, ένας κόκκος από την αστερόεσσα...


Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!