Searching...
19 December 2010

Χριστούγεννα, η απόκρια της ψυχής...


Ψάχνοντας χτες στα παλιά, κιτρινισμένα μου κιτάπια, βρήκα ένα κείμενο γραμμένο τα Χριστούγεννα του 1990. Είκοσι χρόνια πριν. Τότε ήμουν 18 χρόνων…
Και θυμήθηκα ξανά πόσο άδικη μπορεί να γίνει η ζωή με τους ανθρώπους και πόσο πολύ χρειάζεται να παλέψουν καμιά φορά για να σταθούν στα πόδια τους. Θυμήθηκα όμως παράλληλα, πως όταν τα καταφέρνουν να νικήσουν στη μάχη, βγαίνουν κερδισμένοι. Γιατί «Ό,τι δε μας σκοτώνει μας κάνει δυνατότερους».
Και είμαι υπερήφανη να λέω πως τη δύναμή μου την κέρδισα…
Έκτοτε με εκνευρίζει όλο αυτό το πανηγύρι που στήνεται και με το οποίο φορτώνουν τις μέρες αυτές με προσδοκίες για το τέλειο και με ανάγκες που ούτε είναι σημαντικές ούτε μας ταιριάζουν.
Όμως αυτή είναι η δική μου άποψη και ίσως να κάνω λάθος...

«Έψαξα σήμερα για το αστέρι της Βηθλεέμ αλλά δεν το βρήκα πουθενά. Ο ουρανός είχε θολώσει από το νέφος. Όλοι είναι βιαστικοί και κατσούφηδες. Οι άνθρωποι ξέχασαν να χαμογελούν. Ίσως ξέχασαν και να αγαπούν. Μου φάνηκε πως δεν είδα στο δρόμο ούτε έναν άνθρωπο. Πού χάθηκαν όλοι, πού κρύφτηκαν; Κι όμως, σήμερα είναι Χριστούγεννα, η γιορτή της «αγάπης». Κι εσύ βαθιά κρυμμένη μέσα μου, θα έπρεπε τουλάχιστον να αισθάνεσαι περισσότερο αυτή την αγάπη… Θεέ μου, πώς μπορώ να μιλάω έτσι; Πού ξέρω εγώ αν όλοι αυτοί που είδα – ή έστω κι ένας – δεν είναι το ίδιο φοβισμένοι και βλάκες με μένα; Πού ξέρω εγώ αν αναζήτησε κάποιος στο δικό μου πρόσωπο έναν άνθρωπο, μάταια έτσι όπως είχα κρυφτεί πίσω απ’ το μεγάλο γιακά; Υποκλίνομαι μπροστά σου, σύγχρονε Διογένη της δεκάρας!
Αναρωτιέμαι πολλές φορές σε τι θα πρέπει να πιστέψω. Η θρησκεία μου υποτίθεται διδάσκει το «αγαπάτε αλλήλους» και σ’ αυτό αξίζει να πιστεύει κανείς, έστω κι αν δε γνωρίζει την πηγή του. Είναι όπως το καθαρό νερό που το έχεις ανάγκη ακόμη κι αν δεν ξέρεις από πού πηγάζει. «Αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Όμως ποιος γνωρίζει στ’ αλήθεια αυτό που κρύβει μέσα του για να μπορεί να το αποδέχεται και να το αγαπάει χωρίς τύψεις, όρους κι αναστολές; Ποιος είσαι εσύ, μέσα μου, που κατευθύνεις τη ζωή μου και μου ζητάς να σ’ αγαπώ; Τόσα χρόνια παλεύω να σε μάθω και δεν το καταφέρνω. Πάντα μπερδεύομαι με τις αντιφάσεις σου. Συχνά πλήγωσα τους άλλους επειδή ένιωθα να σε μισώ. Είναι σκληρή η αλήθεια, σε μισώ καμιά φορά και κάνω τα πάντα για να σε πονέσω. Γιατί ξέρω πως από σένα ξεκινούν όλα αυτά. Από σένα και φτάνουν σε μένα. Ή μήπως ξεκινούν από μένα και φτάνουν σε σένα; Είδες; Μπερδεύτηκα πάλι. Είναι που δεν ξέρω αν χαμογελάω εγώ ή εσύ!
Κοιτάζω μέσα μου. Όλα έχουν ένα τίμημα. Κι αν η ζωή δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από μια αδιάκοπη συλλογή εμπειριών όμως χαράσσει τα σημάδια της ανεξίτηλα.  Όλα είναι δρόμος. Πότε ανηφόρα, πότε κατηφόρα, πότε ίσιωμα... Ο πόνος απ’ τις πληγές ίσως δεν είναι τίποτα μπροστά στην αίσθηση της ζωής. Και μου φαίνεται πως είναι προτιμότερο να πονάς στην προσπάθειά σου να ζήσεις παρά να πονάς επειδή δεν έζησες. Είναι προτιμότερο να μετανιώνεις για κάτι που έκανες παρά για κάτι που δεν έκανες. Αλλιώς οι απωθημένες επιθυμίες γίνονται ασφυκτικός κλοιός που σου κόβει την ανάσα. Από τα λάθη του μαθαίνει κανείς.
Θαρρώ πως συμφωνείς μαζί μου. Είναι τόσο απελπιστικά σπάνιες, ίσως και γι’ αυτό πολύτιμες, κάτι τέτοιες στιγμές! Τουλάχιστον σπάνιες είναι οι φορές που μπορώ και τις διακρίνω ξεκάθαρα, στη ροή ενός χρόνου που κυλάει πότε αργά και πότε γρήγορα. Βέβαια, η λογική της κλασικής φυσικής λέει πως οι δείκτες του ρολογιού γυρίζουν με σταθερή γωνιακή ταχύτητα ο καθένας. Τότε τι είναι αυτό που μεταβάλλεται στη ροή του χρόνου; Εγώ; Εσύ; Ο κόσμος; Δεχτήκαμε το χωρόχρονο σταθερό και αμετάβλητο; Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Καθετί μεταβάλλεται. Το ίδιο εγώ κι εσύ. Ο χώρος και ο χρόνος υπάρχουν άρρηκτα συνδεδεμένοι. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε εγώ κι εσύ. Εσύ που έχεις κρυφτεί. Που σε έκρυψα. Εσύ που με αφήνεις να υποκρίνομαι πως είμαι κάτι που δεν είμαι. Πολλές φορές όταν νυχτώνει κλαις. Γιατί κλαις; Στους δρόμους ανάβουν φώτα. Η νύχτα ντυμένη παλιάτσος σέρνεται στους τοίχους και τα πεζοδρόμια. Τα άστρα μπορεί να μη φαίνονται στη λάμψη των ηλεκτρικών λαμπτήρων, αντιφέγγουν όμως στο δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό σου. Σηκώνω το ένα μου δάχτυλο, το φέρνω στη μύτη μου αλληθωρίζοντας και βάζω την άκρη του στο αριστερό μου μάτι.
Λένε πως τα δάκρυα κυλάνε απ’ τα μάτια για να αλαφρώσουν τον πόνο που σφίγγει την καρδιά. Κι έπειτα τι γίνεται, αδειάζει η καρδιά; Δεν μπορεί να υπάρχουν καρδιές που κρύβουν μέσα τους μονάχα πόνο. Είναι δυνατόν να αδειάσει με λίγα δάκρυα η καρδιά μου; Θα χανόσουν και θα ‘ψαχνα πάλι να σε βρω. Δεν είναι ούτε πόνος ούτε βάρος αυτό που τη γεμίζει. Είναι κάτι σαν τον αέρα που πιέζει τα τοιχώματα ενός παραφουσκωμένου μπαλονιού. Κάτι συγκεχυμένο, σα ποτάμι έτοιμο να ξεχειλίσει. Πώς μπορεί να αδειάσει από τα μάτια μου ένα ποτάμι;
Πόσο ποιητική και συνάμα πόσο πεζή μπορώ να γίνομαι! Τη μια στιγμή βλέπω μέσα μου ένα ξέχειλο ποτάμι και την άλλη ένα μπαλόνι. Πώς θα σου φαινόταν αν στο μέρος της καρδιάς είχες ένα χρωματιστό, φουσκωτό λάστιχο; Ίσως να ήταν άσχημο και να μύριζε πλαστικό. Ίσως και να μην υπήρχε μεγάλη διαφορά. Μέσα σε τόση πλαστικοποίηση ποιον θα ενοχλούσαν μερικές λαστιχένιες καρδιές; Μου λες πως είμαι κυνική. Μήπως είσαι εσύ κυνική; Πάντως δεν ξέρω αν προτιμώ μια καρδιά από λάστιχο ή από πέτρα. Η πρώτη μου φαίνεται ψεύτικη, η δεύτερη απάνθρωπη. Θα ‘πρεπε μάλλον πρώτα να ξεχωρίσω αν προτιμώ τους κόλακες ή τους άρχοντες, δηλαδή αυτούς που υποκρίνονται σε λίγους κι αυτούς που υποκρίνονται σε όλους. Μάλλον δεν υπάρχει σαφής διάκριση. Το δεύτερο στάδιο είναι η εξέλιξη του πρώτου. Με λίγα λόγια, όπως ο άνθρακας γίνεται διαμάντι έτσι και μια καρδιά από λάστιχο, κάτω απ’ τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να εξελιχθεί σε μια καρδιά από πέτρα, έτσι, για να πάει κόντρα στους νόμους της χημείας. Άσχετο! Το διαμάντι όταν πέσει στο βούρκο παραμένει λαμπερό ενώ η πέτρα γλιτσιάζει, γίνεται αηδιαστική και στο τέλος αποσυντίθεται…
Είναι καιρός να παραδεχτώ πως σε αποφεύγω. Μιλούσαμε για την καρδιά μου που τελικά προτιμώ να την παρομοιάζω με ποτάμι. Την καρδιά μας, που άλλες φορές τη νιώθω τόσο πολύ στο στήθος μου που γέρνω ελαφρά στα αριστερά κι άλλες, είναι τόσο ανάλαφρη που αναζητώ το σφυγμό μου από φόβο μήπως σταμάτησε… Τώρα τη νιώθω βαριά, πολύ βαριά. Τίποτα καινούριο. Μια ταλάντωση ανάμεσα σε δύο άκρα. Ένα αδιάκοπο σκαμπανέβασμα απ’ τη χαρά στην οδύνη, σε ανύποπτο χρόνο. Το όνειρο είναι φυγή απ’ την πραγματικότητα ή η πραγματικότητα φυγή απ’ το όνειρο; Τι έμεινε πια, τι απέμεινε; «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα . μείζων δε τούτων αγάπη»…
Χριστούγεννα σήμερα και είμαι μόνη μου. Τίποτα δεν κατάφερα ακόμη από όσα ονειρευόμουν. Τίποτα… Μόνο το να μείνω μόνη. Χριστούγεννα και δεν έχω κανένα να επισκεφτώ για να ξεγελάσω τη θλίψη. Αντικατέστησα τη γαλοπούλα με μια φτηνή σοκολάτα αμυγδάλου. Δεν βρήκα κανέναν απόψε να μοιραστώ τη μοναξιά μου. Κανέναν απολύτως. Δε θα πάρω κανένα δώρο φέτος. Δε θα δώσω κανένα δώρο φέτος. Δίπλα στη μπαλκονόπορτα κρέμασα μια κάλτσα, όπως τότε που περίμενα τα δώρα του Άη-Βασίλη. Για ποιον; Αδειανή θα τη βρω την Πρωτοχρονιά και τότε η πίκρα μου θα γίνει μεγαλύτερη. Δεν είμαι πια παιδί για να πιστεύω στα παραμύθια, αν κι ίσως αυτό θα ήταν μια ανακούφιση.
Χριστούγεννα. Περνούν και χάνονται, μικρές αναλαμπές σε ένα σβησμένο ανθρώπινο κόσμο. Μηνύματα αγάπης φυλαγμένα έναν ολόκληρο χρόνο μόνο και μόνο για να ειπωθούν κι ύστερα να ξεχαστούν σε ένα συρτάρι του μυαλού, στοιβαγμένα με ένα σωρό ανεξακρίβωτες παρορμήσεις. Περνούν τα Χριστούγεννα χαμένα μες τα εμπορεύματα μιας ξέφρενης καταναλωτικής μανίας. Φώτα, παντού φώτα. Μόνο για τούτες τις μέρες. Λες κι η αγάπη χρειάζεται παράτες και φωταψίες για να ανθίσει. Κι ευχές, παντού ευχές. Λες κι η ψυχή στις αργίες μόνο πρέπει να φοράει τα καλά της.
Τούτη η γιορτή κατάντησε να γίνει η Αποκριά της ψυχής!
Ψεύτικα Χριστούγεννα. Μια μικρή ανάπαυλα σε ένα πυρετικό αγκομαχητό. Η μελωδία των αγγέλων χάνεται από τις φωνές των εμπόρων που διαλαλούν την πραμάτεια τους και τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων. Ωσαννά εν τοις Υψίστοις! Μια Παναγία που κουνάει μονότονα τα μέλη της, κρατώντας ένα μωρό στην αγκαλιά, στολίζει μια βιτρίνα. Από τα σμύρνα, το χρυσό και το λίβανο προτιμάμε το χρυσάφι. Για να μπαλώνουμε κάποια δυσαναπλήρωτα κενά. Ωσαννά εν τοις Υψίστοις! Ένας Άη-Βασίλης, κατακόκκινος, με ένα ψεύτικο μπαμπακένιο μούσι, βγαίνει φωτογραφίες με μικρά παιδιά. Πόσο στοιχίζει μια φωτογραφία με τ’ όνειρο Άη-Βασίλη; Ματωμένα Χριστούγεννα. Μια προσωρινή επικάλυψη ενός παραφρονημένου κόσμου. Πόσες παιδικές ψυχές κοστίζει ένας πύραυλος; Πόσες πονεμένες κραυγές μπορούν να σκεπάσουν έναν πολεμικό παιάνα; Ένα ταξίδι στο φεγγάρι ή ένα πηγάδι νερό στο μέσο της Αφρικής; Ω, μα το πρώτο φυσικά! Αφού εμείς οι πρωτοκοσμικοί, οι υπέρμαχοι υπερασπιστές της αγάπης, χαρίζουμε δώρα μόνο σ’ αυτούς που μάθαμε να αγαπάμε και, πρωτίστως, σε κείνους που μας αγαπούν. Κι όσο για την Αφρική, δε βαριέσαι, εξάλλου είναι τόσο μακριά…
Εντάξει, κατανοώ αυτό το κενό το ασαφές μέσα σου. Αυτό το χάσμα το αγεφύρωτο με τον έξω κόσμο που διαρκώς μεγαλώνει, που μοιάζει να γίνεται χάος… Κατανοώ τι είναι αυτό που σε κάνει να ντρέπεσαι όταν προσπαθείς να δώσεις τη χαρά στα μικρά παιδιά και να ιδρώνεις σα πρωτάκι που το έβγαλαν στη σχολική σκηνή για να πει το ποίημά του. Κατανοώ γιατί αισθάνεσαι σα φιγούρα του θεάτρου σκιών που κινείται κάτω απ’ τα παραγγέλματα του καραγκιοζοπαίκτη. Κατανοώ την ανάγκη σου να καμουφλάρεσαι κάθε μέρα με το καλό, το χαμογελαστό σου πρόσωπο για να βγεις στον έξω κόσμου. Γιατί ενώ ο περίγυρός σου σε θεωρεί ένα πρόσχαρο κορίτσι, εσύ τρομάζεις και με τη θέα ακόμη τούτων των τοίχων που ορθώνονται σκοτεινοί, σαν κάστρο απαράβατο τις νύχτες. Κατανοώ ακόμη και το λόγο που σε κάνει, ενώ διακήρυττες τη δίψα σου για περιπέτεια, ενώ βιώνεις τόσα καινούρια κι όμορφα πράγματα, εσύ να επιμένεις καθηλωμένη ένα χρόνο πίσω, ν’ αναθυμάσαι τα ίδια γεγονότα και να πασχίζεις να ξεδιαλύνεις μυριάδες “γιατί”. Κατανοώ γιατί στρέφεις την πλάτη σου στο μέλλον, γιατί τις στρέφεις και σ’ αυτό το παρόν σου ακόμη. Γιατί ξέχασες πως δεν είναι βράχος η ζωή να σε περιμένει αιώνια, μα άμμος που κυλά και χάνεται. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι πώς έντυσες την ίδια την ψυχή μου με κουρέλια, πώς την έχρισες τόσο αβασάνιστα παλιάτσο και την έριξες σε κείνο το χάος…
Καθισμένη το λοιπόν οκλαδόν στο πάτωμα, αφήνω το νου να ταξιδέψει εκεί που ακόμη δε βρήκα τον τρόπο να πάω. Είμαι ο γερασμένος Ινδιάνος αρχηγός μιας φυλής των Ίνκας. Κάτω απ’ τα χρωματιστά φτερά και τα ζωγραφισμένα μάγουλα καπνίζω την πίπα της ειρήνης. Εδώ, στο μικρό μου σπίτι, απέναντι από το πάρκο που, φωταγωγημένο τα βράδια και καταπράσινο, μοιάζει με όαση φρεσκάδας σε τούτη την αχανή μεγαλούπολη που τα καλοκαίρια η άσφαλτος αχνίζει απ’ τη ζέστη.
Το πρωί κατέφυγα σ’ ένα σιντριβάνι που ανακύκλωνε κελαρύζοντας το νερό του. Σκόπευα να βουτήξω τα πόδια μου στο παγωμένο νερό μα το μετάνιωσα. Σαν ιεροσυλία μου φάνηκε αυτή η πράξη.  Σα να ήμουν μπροστά  στο πηγάδι των ευχών κι ήταν ανίερο να το βεβηλώσω με τη θνητή μου υπόσταση. Έριξα ένα δεκάρικο στο μαρμαρένιο του πάτο και χαμογέλασα με την ψευδαίσθηση πως η ευχή μου θα εισακουστεί.
«Όταν μεγαλώσω θα ήθελα να γίνω άνθρωπος…»






Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!