Searching...
27 January 2012

Αφανούς ναύτου ευτράπελα!

    "Ο αφανής ναύτης.... του αφανή ναύτη...." "Του αφανούς, παιδί μου, του αφανούς ναύτου!!!"
    Κοίταξα τη δασκάλα με καχυποψία. Μα τι λέει αυτή! Στο καράβι ο μπαμπάς μου έλεγε "ο μισθός του ναύτη είναι τόσα δολάρια", δεν έλεγε "ο μισθός τουναύτου..."! Και κάπως έτσι ξεκίνησε η φούρκα μου με το μπρούντζινο άγαλμα του Τόμπρου.
    Ήταν κάτι ηλιόλουστα κυριακάτικα πρωινά που βγαίναμε βόλτα στη Χώρα μετά την εκκλησία.  Μπροστά εμείς χοροπηδώντας, πίσω οι γονείς μας μέσα στα μη και τα προσέχετε, μη σπάσουμε κανένα πόδι, μέρα που είναι. Στην καμάρα, έξω απ' το χαρτοπωλείο του Καραουλάνη βραδαίναμε το βήμα. Αχ... τι ωραία χρωματιστά τετράδια, και μολύβια, και γόμες απαλές που μύριζαν φράουλα. Κι η κυρία Ερατώ, σοβαρή πίσω απ' τα γυαλιά της, στεκόταν με τα χέρια ακουμπιστάστον ξύλινο πάγκο και διαφέντευε τους θησαυρούς της.
    "Πόσο κάνει το ντύμα για τα βιβλία;"
    "Τόσο το μέτρο."¨
    "Κόψε μου δυο μέτρα σε παρακαλώ!"
    Συνεχίζαμε ανέμελα στο πλακόστρωτο δρόμο. Φτάνοντας στην πλατεία τρέχαμε αμέσως προς το άγαλμα κοιτώντας το γεμάτοι δέος. Φάνταζε τόσο τεράστιο στα μάτια μας!
    "Γιατί μαμά τον λένε αφανή το ναύτη; Αφού φαίνεται!"
    Και ξεκινούσε η μαμά ιστορίες με ναυάγια, ναυτικούς που χάθηκαν στα πέρατα της γης, πολέμους, ήρωες αφανείς. Το χαβά μου εγώ!
    "Μα αφού φαίνεται!"
    Κι αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος που η φούρκα μου κρατούσε καλά. Μου φαινόταν αδιανόητο εκείνο το τεράστιο μπρούντζινο άγαλμα, πρασινισμένο απ' την πολυκαιρία, που σήκωνε το 'να του χέρι σε χαιρετισμό βαδίζοντας νωχελικά, με το κασκέτο στο κεφάλι και το σάκο του στην πλάτη, να ονομάζεται "αφανής ναύτης" και η γενική του να είναι "του αφανούς ναύτου!"
    "Κοτζάμ άντρακλας, τρία μέτρα μπόι, μες το σάκο του χωράω μια χαρά! Άκου αφανής..."
Καμιά εκατοστή μέτρα παραπάνω, πίσω απ' την εκκλησία του Άι Γιώργη, ήταν εκείνο τον καιρό το "Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών Όμηρος". Δίδασκε εκεί μια αγγλίδα με βαριά λονδρέζικη προφορά και γάργαρο γέλιο. Η κυρία Κάθριν ήταν μια κοντή, στρογγυλή γυναίκα με γαλάζια μάτια, ροδακινιά χείλη με ασορτί μάγουλα και ξανθά, πάντα καλοχτενισμένα μαλλιά.
    Όταν αποφάσισε να με γράψει η μάνα μου στ' αγγλικά το πήρα βαρέως. Διότι χρόνος στο φροντιστήριο σήμαινε χρόνος χαμένος απ' το ποδήλατο. Άρα χρόνος χαμένος γενικώς. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, εγώ δε θέλω να μάθω αγγλικά... ανένδοτη η μάνα. Όλα τα παιδιά πώς πήγαιναν δηλαδή, τούβλο να έμενα εγώ;
    "Και γιατί, τι κακό έχουν τα τούβλα;"
    Δέχτηκα με βαριά καρδιά. Πήρα τα βιβλία που παραγγείλαμε απ' την Ερατώ και ξεκίνησα. Για να βρω εν τέλει τον εαυτό μου να διασκεδάζει με τα τσιριχτά "Οh,no!!!" της κυρίας Κάθριν όταν κάτι δεν της άρεσε και με τα ροδακινιά της μάγουλα που τρεμόπαιζαν όταν γελούσε. Αλλά ο καημός για το ποδήλατο καημός...

    Ένα απόγευμα αποφάσισα με την Α. να κάνουμε την επανάστασή μας. Μαζέψαμε στο διάλειμμα τα βιβλία μας και γλιστρήσαμε αθόρυβα πίσω απ' την πλάτη της δασκάλας που μιλούσε στο τηλέφωνο. Κατηφορίσαμε τρέχοντας προς την πλατεία του Αφανή Ναύτη, κατεβήκαμε στα σκαλάκια και βρεθήκαμε μπροστά στο τοξωτό γεφύρι. Τα 'χαμε μιλημένα από πριν... δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Σκαρφαλώσαμε προσεκτικά στηρίζοντας χέρια και πόδια στις πέτρες που εξείχαν. Φυσούσε ένα απαλό αεράκι κι ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς να μου κλείνουν το λαιμό. Προσπαθούσα να το παίξω γενναία, τάχα πως δε φοβάμαι κι όλο κρυφοκοίταζα τη θάλασσα από κάτω... "βαθιά δεν είναι, έτσι και πέσεις με το κεφάλι..."
    Φτάσαμε στην άλλη μεριά ξεφυσώντας ανακουφισμένες. Δυο βραχάκια, έναμονοπατάκι και να το κάστρο -να το πει ο θεός έτσι δηλαδή- με ταπορτοπαράθυρά του ανοιχτά στους αέρηδες. Στο κεντρικό άνοιγμα της πόρτας κρέμονταν δυο σκουριασμένα μάνταλα. Μπήκαμε μέσα. Δεν ήτανε και τίποτα σπουδαίο αλλά είχαμε φουσκώσει από περηφάνια που τα καταφέραμε να περάσουμε πρώτη φορά το τοξωτό γεφύρι και να φτάσουμε εκεί. Προχωρήσαμε προς τα παράθυρα κοιτώντας τη θέα. Ανατολικά το πέλαγος, το απέραντο γαλάζιο. Η Α. είχε μαζί της ένα σακουλάκι με κουλουράκια σμυρνέικα. Έβγαλε ένα και μου το ΄δωσε. Βολευτήκαμε σε μια πέτρα κι αρχίσαμε το μασούλισμα σχολιάζοντας το ερειπωμένο κτίριο. Ώσπου πρόσεξα το δυτικό παράθυρο, εκείνο που κοιτούσε προς τη Χώρα.
    Σηκώθηκα συνοφρυωμένη και προχώρησα προς τα εκεί. Έβαλα το κεφάλι μου στο άνοιγμα και τον είδα. Να με κοιτάει καταπρόσωπο και να φαίνεται τόσος δα μικρός.
    "Ε, όχι λοιπόν κύριε, δεν είσαι αφανής!"
Share This To :

1 σχόλια:

  1. Θάλασσα μύρισε από το γραπτό σου !
    Ξένοιαστες αναμνήσεις.
    Μου άρεσε όπως το έγραψες.

    ReplyDelete

 
Back to top!