Ήτανε κάποτε όλες οι στεριές ενωμένες σε μία. Κι ήταν αυτή, η Παγγαία, που έπλεε αμέριμνη στον αρχαίο Ωκεανό αγνοώντας τις δυνάμεις που ανατάραζαν το βυθό της. Λένε οι μεγάλοι που τον κόσμο εξερευνούν, πως πλάσματα περίεργα ζούσαν σ' αυτήν, σαύρες γιγαντόσωμες, δέντρα ψηλά, φτέρες σκιερές και στις τριγύρω θάλασσες ψάρια πολλά και θαυμαστά. Λένε κι όλο λένε, ψάχνουν κι όλο ψάχνουν κι αυτά που λένε πολλαπλασιάζονται και γεμίζουν χοντρά βιβλία.
Λένε όμως και τα παιδιά, που περισσότερα γνωρίζουν γιατί έχουν τη φαντασία τους ξύπνια, πράγματα θαυμαστά για τα δυο βασίλεια της εποχής: τη Λαυρασία του βορρά και την Γκοτβάνα του Νότου.
Ζούσαν το λοιπόν στην Γκοντβάνα κάτι σαύρες γιγάντιες, όλο φολίδες πράσινες και νύχια αιχμηρά, που σέρνονταν με την κοιλιά στο χώμα και είχαν δύναμη πολλή. Πλούσια η βλάστηση, δεν υπήρχαν οι άνθρωποι τον καιρό εκείνο να καίνε τα βουνά, καλοπερνούσαν. Ήταν και τότε ακριβώς που είχαν αρχίσει να πρωτοπετούν τα έντομα, απλώνανε οι σαύρες κάτι γλωσσάρες τεράστιες, αρπούσανε δέκα-δέκα από δαύτα, ζωή χαρισάμενη.
Στο άλλο βασίλειο, τη Λαυρασία, ζούσανε οι δράκοντες οι φτερωτοί. Όμορφα ζώα, πράσινα κι αυτά όπως οι σαύρες, με μακριές ουρές που γυάλιζαν στον ήλιο, αρχοντικά κεφάλια, δόντια στρόγγυλα και μάτια σμαραγδιά που στη μέση είχαν μια σχισμή κίτρινη. Έτρωγαν φτέρες πλατύφυλλες, δροσίζονταν στα γάργαρα νερά των ποταμιών και τις ώρες της ανάπαυσης κάτω απ' τα αρχαία κωνοφόρα, διαλογίζονταν πώς η ευτυχία να γίνει ευτυχέστερη μπορεί και πώς η ομορφιά ωραιότερη. Άκακα ζώα, χορτάτα όσο να πεις, ζούσαν στη χώρα της γαλήνης και της ομοιογένειας, δεν είχανε με τι να διαφωνήσουν. Εδώ που τα λέμε, ούτε και που ξέρανε πως υπάρχει εκείνο το πράγμα που λέγεται διαφωνία έτσι ίδιοι που ήταν όλοι μεταξύ τους και δεν ξεχώριζε διόλου ο ένας απ' τον άλλον.
Τα δυο βασίλεια έχαιραν ειρήνη μεταξύ τους. Στους καιρούς της αφθονίας μήτε που έστρεφαν το ένα το βλέμμα του στη γη και τα πλούτη του άλλου.
Μια μέρα σαν όλες της μέρες στη Λαυρασία, που ο ήλιος περνούσε καμαρωτός πάνω απ' τις φτέρες τις πλατύφυλλες και σκορπιόταν σε κομμάτια μέσ' απ' τις φυλλωσιές, βγήκε απ' το αυγό μιας δράκαινας ένα μικρό διαφορετικό από τους άλλους δράκους. Πράσινο ήτανε κι ετούτο μα η άκρη των φολίδων του ήταν ασημιά και γυαλοκοπούσε κι είχε στη ράχη και στο γένι του μια κίτρινη γραμμή και στα πλευρά του φτερούγες ασημένιες. Και τα μάτια του ήταν μαύρα, κατάμαυρα σαν κάρβουνα κι η σχισμή τους κόκκινη, κατακόκκινη σαν το αίμα.
Τρόμαξαν οι γονείς του να το δουν έτσι αλλιώτικο αλλά όσο το κοιτούσαν όμορφο πως είναι τους φάνηκε. Ίσως κι ομορφότερο, ασυνήθιστο διότι και μοναδικό. Κι άρχισαν να πετούν απ' τα τέσσερα σημεία του βασιλείου δράκοι, δράκαινες και δρακάκια για να δουν το παράξενο πλάσμα. Η μάνα του φούσκωνε από καμάρι ακούγοντας τα παίνια των άλλων γιατί δεν το 'ξερε πως το δρακάκι αυτό, ακριβώς επειδή ξεχώριζε από τα άλλα, είχε κιόλας αρχίσει να υφαίνει παράξενες διεργασίες στην ήσυχη κοινωνία των δράκων.
Και οι μέρες περνούσαν. Το δρακάκι έτρωγε φύλλα τρυφερά απ' τις φτέρες κι έπινε νερό δροσερό απ' τα ποτάμια και μεγάλωνε. Και μαζί του μεγάλωνε κι η ανησυχία, υποβόσκουσα κι ανεξακρίβωτη αλλά σαφώς υποβολιμιαία απ' τη μοναδικότητά του. Ώσπου ένα μεσημέρι το δρακάκι παράφαγε και του 'ρθε να ρευτεί. Μάζεψε δύναμη στο στήθος, μισόκλεισε και τα μάτια και γκρρρρρρ! Ωρε, τι ήταν τούτο; Τι πράγμα φοβερό και τρομερό; Μια φλόγα πετάχτηκε απ' το στόμα του, λαύρα σκέτη, κατακόκκινη, ίδια στο χρώμα με τη σχισμή των ματιών του που κατέκαψε τ' απομεινάρια απ' το φαγητό του. Τρόμαξαν οι άλλοι δράκοι. Τέτοιο κακό δεν το 'χαν ξαναδεί τόσο κοντά τους. Φαντάστηκαν πως είχε μπει ο ουρανός μες το δρακόπουλο κι έριχνε πάνω τους τ' ατραπόβροντά του. Σκιάχτηκε κι η μάνα τι πλάσμα επώαζε τόσον καιρό, τι συμφορά είχε φέρει στο ομοιόμορφο και γαλήνιο βασίλειό τους, αλλά -μάνα βλέπεις- έτρεξε κοντά του να το συντρέξει.
Και βάλθηκαν όλοι μαζί, δικοί και ξένοι, να προσπαθούν να βγάλουν το κακό απ' το δρακόπουλο. Τι γιατροσόφια, τι βασκανίες, τι εξορκισμούς, μπάνιο στο ποτάμι στο φεγγαρόφωτο, εξαγνισμό στους άσπρους πάγους του βορρά... τίποτα. Κάθε που άνοιγε το στόμα του εκείνο να μιλήσει δυνατότερα ή να ρευτεί, η φλόγα ξεπηδούσε ολοένα και πιο δυνατή. Ούτε στιγμή δεν τους πέρασε απ' το μυαλό να προσπαθήσουν να την τιθασεύσουν και να τη χρησιμοποιήσουν για καλό, ξένη ήταν με κείνους, ή θα την κατατρόπωναν ή δεν την ήθελαν ανάμεσά τους.
Είδαν κι απόειδαν οι δράκοι πως τίποτα δε στεκόταν ικανό να συμμορφώσει το δρακόπουλο με το κοινό αίσθημα, έκαναν συμβούλια και κόντρα συμβούλια, συζητήσεις σε στρογγυλά, παραλληλόγραμμα και τετράγωνα τραπέζια, διαβουλεύσεις, μεγάλο το πρόβλημα, έμοιαζε άλυτο, αποφάσισαν εν τέλει να πάρουν δραστικά μέτρα. Η ομοιογένεια και ομοιομορφία που επί σειρά ετών εξασφάλιζε στη Λαυρασία την ειρήνη και την τάξη, έπρεπε πάσει θυσία να διαφυλαχθεί. Εξέδωσαν το λοιπόν οι προύχοντες του βασιλείου κοινό βούλευμα ο μικρός δράκος να εξοριστεί ισόβια στη δύσβατη κορυφή του όρους Ταρταραίου.
Έκλαψε η μάνα του, σκουρήνανε οι κίτρινες σχισμές των ματιών της, τράβηξε τις φολίδες της με απόγνωση, επικαλέστηκε τους δρακοθεούς του πάνω και του κάτω κόσμου, πρέσβευσε στο τέλος η λογική κι η σύνεση, πάνω απ' όλα ήταν το γενικό καλό. Κι έτσι το άλλο πρωί, πριν ακόμη βγει ο ήλιος, ο μικρός δράκος που έβγαζε φωτιά απ' το στόμα του, ξεκίνησε με τη συνοδεία των δρακοβασιλικών σωματοφυλάκων για το όρος Ταρταραίο. Οι δράκοι μπορούσαν ήσυχοι να κοιμούνται πια, είχαν απαλλαγεί απ' το ταραχοποιό στοιχείο δια παντός.
Άσχημα δεν τα βρήκε ο μικρός μας δράκος στο βουνό. Καταπράσινες πλαγιές, ολόδροσες λίμνες με πεντακάθαρα νερά, ποτάμια παγωμένα που κατακρημνίζονταν στο χάος, σκιερές σπηλιές φιλόξενες και τους αιθέρες όλους δικούς του. Γνωρίστηκε και με κάτι αρχαιοπτέρυγες που πρόσφατα είχαν κάνει το ντεμπούτο τους στο σύμπαν και δεν τους είχαν οι δράκοι ακόμη μυριστεί, χαιρότανε ευτυχισμένος τη μοναδικότητά του. Νοσταλγούσε βέβαια φορές φορές το βασίλειο της πεδινής Λαυρασίας αλλά του περνούσε γρήγορα όταν αναθυμόταν τον εξαγνισμό στους άσπρους πάγους.
Κι έτσι πέρασαν χρόνια και καιροί. Ο μικρός δράκος μεγάλωσε κι έγινε ζώο δυνατό. Έχτισε κι ένα κάστρο εκεί, στην κορυφή του κόσμου, πήρε στην υπηρεσία του τους αρχαιοπτέρυγες κι αγνάντευε την πλάση αφ' υψηλού. Έβλεπε τη Λαυρασία στο βορρά να ευτυχεί και τους δράκοντες μακάριους να ραχατίζουν. Κι έβλεπε συνάμα τη θάλασσα της Τιθύος να απλώνεται και να διαχωρίζει όλο και περισσότερο τα παλαιϊκά βασίλεια της γης.
Στη νοτινή Γκοντβάνα τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Τη στεριά κατέτρωγαν ξηροί μουσώνες το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και πολλά φυτά κι έντομα χάθηκαν. Οι σαύρες που 'χαν καλομάθει στο πολύ φαΐ και το χουζούρι ήρθαν και σούρωσαν απ' την αδυναμία και την κακοπέραση. Όταν έγινε η κατάσταση πια αβίωτη μαζεύτηκαν οι βασιλιάδες κι οι άρχοντες να πάρουν μέτρα. Είχαν αρχίσει πια να καλοβλέπουνε τις εύφορες κοιλάδες των παλιών τους γειτόνων. Η απόφαση γρήγορη κι οριστική: θα πάνε στην χώρα των δρακόντων και θα την κάνουνε δική τους με το στανιό. Τούτη την ιστορία τη βάφτισαν "πόλεμο". Ζευτήκανε με ενθουσιασμό στον καινούριο τους ζυγό, φτιάξανε όπλα, ορίσανε σαυροπλαρχηγούς, χτίσανε σχεδίες στέρεες κι αφού έπλεξαν με ίνες καλαμιού την πράσινη ηρωική τους σαυροσημαία, απέπλευσαν από μια χερσόνησο της Τιθύος για να κατακτήσουν τη Λαυρασία.
Άμαθοι οι δράκοι σε μάχες και πολέμους, μη μπορώντας να καταλάβουν ποιο κακό τους βρήκε στα καλά καθούμενα, στάθηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις πολεμοχαρείς σαύρες. Έβλεπαν τα χωριά τους να καταστρέφονται το ένα μετά το άλλο, τα σπίτια τους να γκρεμίζονται, τις φτέρες τους να φυλλομαδιώνται, τη γη τους να περνάει στην κυριαρχία των ερπετών. Παραδομένοι σε μια απελπισία που πρώτη τους φορά ζούσαν, ακολουθούσαν σαστισμένα τους σαυροστρατιώτες που τους συγκέντρωναν σε κάτι προχειροχτισμένες μάντρες, περιτριγυρισμένες από πανύψηλους φράχτες που ΄χαν πελεκήσει οι σαυρομαραγκοί απ' τους γιγάντιους κορμούς των κωνοφόρων.
Έμειναν κάμποσες μέρες έτσι αδρανείς, δεν είναι εύκολο να χάνεις μονομιάς ό,τι μια αιωνιότητα σου έχει χαρίσει. Η γαλήνη τους είχε μια για πάντα διαταραχτεί. Η ομοιογένεια που τόσο αγαπούσαν κάποτε έβλεπαν πως πια δεν τους βοηθάει. Κι άρχισαν επιτέλους να σκέφτονται. Έστυβαν το μυαλό τους τι να κάνουν, το ξανέστυβαν, το ξεζούμιζαν... τίποτα! Έβαλαν μάλιστα και βάρδιες στο στύψιμο, αφού τα μυαλά ίδια ήταν κι απαράλλαχτα, γιατί να κουράζονται όλα μαζί διαρκώς; Όρισαν το λοιπόν άλλους να σκέφτονται το πρωί, άλλους το μεσημέρι, άλλους το απόγευμα και άλλους το βράδυ. Και πάλι τίποτα!
Ώσπου ένας γέρος δράκοντας, σοφός μάλλον και ίσως διαφορετικός που η σοφία τον είχε κάνει να μην αποκαλύψει σε κανέναν τη διαφορετικότητά του, πέταξε τον κεραυνό: Να φωνάξουμε το δράκο που βγάζει φωτιά απ' το στόμα του!
Πέσανε οι άλλοι να τον φάνε! Μα τι είχε ξεστομίσει ετούτος ο δρακοφαφλατάς, ο δρακοξεκούτης, ο δρακοξεδοντιάρης; Τον δράκο που έβγαζε φωτιά απ' το στόμα; Μα πρώτα απ' όλα ήταν ζώο φοβερό, θα τους τσουρούφλιζε όλους μέχρι τελευταίας φολίδας. Κι έπειτα, αφού τον είχαν διώξει γιατί να τους βοηθήσει, γιατί να χαλάσει το δρακοραχάτι του πάνω, στην κορυφή του Ταρταραίου για ελόγου τους; Αλλά ο γερόδρακος συνέχισε το χαβά του. Τι είχε να χάσει αυτός τώρα, έτσι κι αλλιώς γέρος ήτανε, μετρημένα τα φτερόφυλλά του. Τι είχανε να χάσουνε κι οι υπόλοιποι, μαντρωμένοι ήτανε έτσι κι αλλιώς! Αν ο δράκος της φωτιάς ήτανε σπουδαίος, θα τους βοήθαγε κι ας τον εξόρισαν, γιατί οι σπουδαίοι δε ξεπέφτουν ποτέ στη μικροσύνη των ασήμαντων.
Με το μπίρι μπίρι κατάφερε να πείσει καμιά ντουζίνα δρακονεολαίους, δε χρειάζονταν και περισσότεροι. Μαζεύτηκαν ετούτοι ένα δειλινό και βάλθηκαν ν' αναζητάνε τρόπο να ειδοποιήσουν τον δράκο της φωτιάς. Δεν το 'ξεραν ακόμη μα ήδη είχαν καταφέρει κι αυτοί να ξεχωρίσουν απ' τον πράσινο σωρό. Αποφάσισαν εν τέλει να σκάψουν τη νύχτα όλοι μαζί ένα βαθύ λαγούμι κάτω απ' τον ψηλό μαντρότοιχο και να πάνε όλοι μαζί στον παράξενο και φοβερό δράκο. Ακονίσανε νύχια και δόντια και την ίδια νύχτα ξεκίνησαν.
Έφτασαν στην κορυφή του όρους Ταρταραίου το άλλο απόγευμα κατάκοποι και πεινασμένοι, είχαν μέρες να φάνε φτέρη της προκοπής και οι δυνάμεις τους ήταν λιγοστές. Βρήκαν εκεί τον δράκοντα της φωτιάς να τους περιμένει στο μεγάλο του κάστρο. Βρήκαν έκπληκτοι και τους αρχαιοπτέρυγες να στέκονται στο πλάι του και να τον δοξάζουν. Με κάποιο φόβο -είναι η αλήθεια- του εξήγησαν ποια ανάγκη τους έφερνε στα μέρη του χωρίς να έχουν να προσμένουν και πολλά. Τούτος ο άρχοντας ήτανε τρισμακάριστος εδώ πάνω, γιατί ν' αφήσει τη βολή του για τη χάρη τους;
Αλλά ο αυτός, που καθώς φαίνεται εκτός από δυνατός ήταν και σπουδαίος, δέχτηκε να τους βοηθήσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήτανε δίκαιος τους είπε ο αγώνας τους και τον βάφτισε "εθνικοαπελευθερωτικό". Αλλά ο ίδιος, θεός δεν ήτανε, ήταν αυτός που είχε χωρίς να έχει, που ήξερε χωρίς να ξέρει, που έλεγε χωρίς να πει. Μόνος του δε θα την έφερνε σε πέρας την αποστολή, χρειαζότανε τη βοήθειά τους. Τους έδωσε λοιπόν δέκα δρακοημέρες περιθώριο να μαζέψουν όσους περισσότερους δράκους μπορούσαν και να τους ανεβάσουνε στο βουνό, τα υπόλοιπα ήταν δική του δουλειά.
Έτσι κι έκαναν και σε δέκα ημέρες είχε μαζευτεί στην κορυφή του όρους Ταρταραίου δρακοστρατειά ολάκερη. Είχε κανονίσει ο δράκος να γεμίσει τις αποθήκες του με όλων των ειδών της δρακολυχουδιές και τους υποδέχτηκε ανοίγονας διάπλατα τις πύλες του κάστρου του. "Εδώ που ήρθατε" τους λέει "ήρθατε για να παλέψετε για την ελευθερία σας. Όπλα δεν μπορώ να σας φτιάξω σαν τους σαυροπλαρχηγούς μα έχω κάτι καλύτερο, τη φωτιά που βγαίνει απ' τα σωθικά μου. Όπλο μοναδικό έχετε την καρδιά σας, θάρρος δανεικό δεν έχω να σας δώσω. Θα φάτε, το λοιπόν, θα πιείτε και θα ξαποστάσετε να πάρετε δυνάμεις κι ύστερα θα σας μάθω πώς βγαίνει απ' το στόμα η φωτιά. Όποιος έχει καρδιά έχει και τη φωτιά μέσα του, δε θέλει άλλο".
Το 'πε και το 'κανε και σε λίγο καιρό οι δρακοστρατιώτες μάθανε πώς να βγάζουνε απ' το στόμα της καρδιάς τους τη φωτιά. Και κατεβήκανε με μια ψυχή απ' το βουνό να πολεμήσουνε τις σαύρες. Μέρες κράτησαν οι μάχες, ήταν οι σαύρες δύσκολοι αντίπαλοι. Αλλά στο τέλος οι δράκοι νίκησαν και τις πέταξαν έξω απ' τη γη τους. Χαρές και πανηγύρια ακολούθησαν, έβαλαν τον δράκο που τους βοήθησε σ' ένα θρόνο ψηλό και του 'ταξαν δόξες, τιμές και μεγαλεία που ποτέ δεν τους τα ζήτησε.
Ζήλεψαν όμως κάτι πονηρόδρακοι επίβουλοι -που κάτεχαν πια την τέχνη της φωτιάς- τις δόξες, τις τιμές και τα μεγαλεία κι άρχισαν να διαλαλούν πως ύπουλος ήτανε ο δράκοντας αυτός, πως πονηρούς σκοπούς είχε στο νου του και γι' αυτό τους βοήθησε, να διαφεντέψει ποθούσε το βασίλειο της Λαυρασίας εξαρχής.
Μέσα στις ιαχές της νίκης και στους δυνατούς θορύβους της χαράς, βρέθηκαν βολικοί πολλοί να τους πιστέψουν και κύκλωσαν το θρόνο με άγριες διαθέσεις. Πικράθηκε ο δράκος αλλά δε μίλησε γιατί ήτανε αληθινά μεγάλος. Έριξε μια τελευταία πύρινη βολή ολόγυρα, άπλωσε περήφανα τις ασημένιες του φτερούγες και χάθηκε προς την κατεύθυνση του όρους Ταρταραίου.
Από τότε δεν τον απάντησε ποτέ κανείς στο δρακοβασίλειο της πεδινής Λαυρασίας. Κι είχαν να λένε κάποιοι λιγοστοί δρακοσοφοί στα ύστερα τα χρόνια πως στην αποκοτιά τους πάνω χάσανε τον πιο σπουδαίο απ' τους σπουδαίους...
0 σχόλια:
Post a Comment