Searching...
09 August 2010

Τσάντα, ρόδα και κοπάνα!

Κυριακή γιορτή και σχόλη
να 'ταν η βδομάδα όλη
κι η Δευτέρα να 'ταν μόνο
κάνα δυο φορές το χρόνο!


Άδει γνωστή αηδονόστομη(;) αοιδο-ηθοποιός και δυστυχώς σήμερα είναι Δευτέρα, που πάει να πει πως χτες ήταν Κυριακή!


Τι, δε συγκλονιστήκατε με το νέο; Δεν είναι νέο; Πώς δεν είναι νέο, εγώ τον Αύγουστο δεν κατέχω ούτε ημερομηνίες... ούτε πόσα απίδια βάζει ο σάκος!


Χτες, λοιπόν, Κυριακή γαρ (το είπαμε!) αποφασίσαμε με τα παιδιά να κάνουμε μπάνιο king size, μέχρι τελικής πτώσεως. Ετοίμασα την τσάντα με τα σέα και τα μέα μας, πετσέτες, μπουγελάκια, φρούτα, νερό, κινητό... μεγάλη λίστα...! Φτάσαμε στην παραλία η ώρα 6:30 μ.μ., αργά κάπως, αλλά μία ώρα πριν χέστηκε η μικρή και είπε το παιδί να παίξει κι έκανε το σπίτι... άστα και χέστα καλύτερα, οπότε για μισή ώρα κάναμε φασίνα ομαδική! Τι σημαίνει φασίνα ομαδική σε μας; Οι μικρές λερώνουν κι η μαμά καθαρίζει! Η τέλεια ομαδοσυνεργατική μέθοδος, όχι παίξε - γέλασε!


Η γράφουσα το παρόν δεν μπορούσε να κάνει μπάνιο καθότι η ωτίτιδά της έχει υποτροπιάσει, τρόπον τινά, συνεπώς το κεφάλι δεν μπορεί να μπει στη θάλασσα και μπάνιο χωρίς κεφάλι κάτω απ' το νερό δε νοείται - και να με συγχωρεί η χάρη τον Ελλήνων "θαλασσόλυκων".


Καταπάτησα άρα τις αρχές μου και συνάντησα τον ξαδελφούλη μου μετά της φίλης του στις γνωστές ξαπλώστρες της παραλίας. Παρήγγειλα μια φραπεδιά να ανοίξει το δεξί μάτι (το αριστερό ήταν ήδη ανοικτό απ' τον προηγούμενο φραπέ) και άπλωσα τις αρίδες μου.
Αρχίσαμε το λακριντί. είπαμε τα παλιά μας, τα νέα μας, βριστήκαμε, γελάσαμε... όλα καλά!
Αλλά πόσο να αντέξει ο άνθρωπος σε παραλία χωρίς να κολυμπά;


Εκεί που κοιτούσα στα πέριξ βαριεστημένα, σκάει μούρη η μπέμπα...




-Ωραία ρόδα! λέει ο ξάδελφος. Ανάβουνε τα αίματά του, αρχίζει να μιλά για τις παλιές αγάπες, ανάβουνε και τα δικά μου... θυμηθήκαμε τα εφηβικά μας χρόνια που γυρίζαμε με το μηχανάκι στις γειτονιές, μαρσάροντας επίτηδες το μεσημέρι και θέλαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο.


Και πάνω που είχαμε φτάσει στην 18η γκόμενα που άλλαξε, σκάει μούρη έτερο μωρό...



Ωραίο εργαλείο... μη μου πείτε;! Καλά δε μου λέτε... ό,τι θέτε, εμένα πάντως μ' αρέσει. Θυμάμαι ένα μαγαζί με μηχανάκια σε μια κάθετη της Πειραιώς. Περνούσα συχνά από κει και καθόμουν και τη ζαχάρωνα!
Εντάξει μωρέ, δεν είναι και η θηλυπρεπέστερη των ασχολιών αλλά δε φταίω. Ο ξάδελφος είναι ο υπαίτιος. Που μου 'κανε στα μικράτα μου πλύση εγκεφάλου!


-Ε, όχι, ρε Θεέ! τι γίνεται σήμερα; τσαντίστηκε. Γαμώ το διαζύγιό μου... Σάλιο δεν έχει μείνει!


Κι αρχίσαμε να λέμε τα του διαζυγίου του και των σκηνών απείρου κάλλους που εκτυλίσσονται απ' τη στιγμή που αποφάσισε να τα βροντήξει όλα κάτω, να τα μουτζώσει σταυρωτά, να βάλει στραβά το καπελάκι του και να φύγει... Και για το πώς έγινε η ζωή του κουβάρια... μα είναι καλύτερα από πριν...


-Α, ρε ξάδελφε! Ψιλοβλαμμένος ήσουνα κι εσύ μια ζωή!
-Γιατί ρε Δήμητρα, ποιος άλλος είναι βλαμμένος;
-Όχι, ρε παιδί μου, λέω! Εσένα σε νοιάζει περισσότερο να βρεις το βλαμμένο ή που σε λέω ψιλοβλαμμένο;
-Α, καλά...!!!
-Καλάμια, ρε!! Τι καλά;
-Δεν πίνεις καμιά γουλιά καφέ να στανιάρεις λέω εγώ;


Και ό,τι πήγαινα να του απαντήσω αναλόγως σκάει μύτη τρίτο μωρό, γιατί μάλλον ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη...




-Eσύ φταις, ρε ξαδέλφη!
-Τι φταίω εγώ ρε Μ. που έχουμε μηχανοβιομάζωξη; Όχι, να ξέρω δηλαδή!
-Γιατί είσαι γκαντέμω!
-Εγώ είμαι ρε γκαντέμω ή εσύ;
-Εγώ; Γιατί εγώ;
-Γιατί ήρθες στην παραλία για να ξεσκάσεις κι αντί να κάνεις οφθαλμόλουτρα στις πλαϊνές ξαπλώστρες κοιτάς τις μηχανές που δε μπορείς να έχεις!
-Άσε με, ρε Δήμητρα, να ονειρεύομαι... δεν μου έχει μείνει γαμώτο τίποτα άλλο!
-Α, κατάλαβα, είναι οικογενειακό κειμήλιο αυτό...!!!
-Το ποιο;
-Το όνειρο!
-Ποιο όνειρο;
-Ρε συ, θα με σκάσεις! Αυτό που ονειρεύεσαι... Πάντως να το προσέξεις, άμα μεγαλώσει γίνεται επικίνδυνο!
-Ποιο το όνειρο;
-Ναι, ρε Μ., το όνειρο. Που είναι αφρός... και όταν το κυνηγήσεις και το πιάσεις διαλύεται και σου μένει μόνο ο πόνος.
-Ρε συ Δήμητρα, ειλικρινά δηλαδή, ήπιες τίποτα πριν έρθεις εδώ;
-Όχι ρε Μ., δεν ήπια. Αλλά να, σκέφτομαι. Ένα τσόπερ οδηγούσα -θυμάσαι;- και τη μηχανή που ήθελα δεν κατάφερα να την πάρω... όταν είχα τον τσαμπουκά δεν είχα τα λεφτά και τώρα που έχω τα λεφτά δεν έχω τον τσαμπουκά...!
-Α, κατάλαβα πού το πας...
-Κατάλαβες; Έτσι νομίζεις;... εγώ σου λέω πως μάλλον δεν κατάλαβες!
-Άντε πάλι... ρε συ, στο έχω πει επανειλημμένως, μη διαβάζεις πολύ, βλάπτει!
-Καλά, θα στο εξηγήσω καλύτερα... στο κάτω - κάτω δε φταις που είσαι βραδείας καύσεως!
-Το τελευταίο το προσπερνάω γιατί είμαι μεγάλη καρδιά!
-Ναι αγκινάρα! Οικογενειακό μας κι αυτό... γαμώ τα γονίδιά σου! Λοιπόν, ξαδελφάκι, κάτσε και μέτρα τα όνειρα που έκανες. Πόσα; Τόσα. Πόσα απ' αυτά σου βγήκανε;
-...
-Τι έγινε, ξέχασες να μετράς ή δεν βρίσκεις κανένα;
-Κανένα...!
-Και γιατί ρε Μ.; Γιατί η ζωή σου έγινε μπάχαλο έτσι ξαφνικά; Πού είναι ο κόσμος που ήθελες να κατακτήσεις στα 18; Κατάφερες να έχεις μια γυναίκα και μια κόρη που σε μισούν και θέλουν να σε αφανίσουν από προσώπου γης. Θέλουν να σου πάρουν το σπίτι, το οικόπεδο, τα λεφτά στην τράπεζα, σου κάνανε κατάσχεση μισθού... τι άλλο;
-Να σου πω κάτι Δήμητρα; Τώρα μπορεί να μην έχω τίποτα στα χέρια μου αλλά είμαι πιο ήρεμος από πριν. Θα την κερδίσω τη ζωή μου, τώρα στα 42. Τι κατάλαβα τόσον καιρό; Θα τα παρατήσω όλα στην Αθήνα και θα έρθω εδώ.
-Μην κάνεις μαλακίες Μ.! Θα παρατήσεις μόνιμη δουλειά στο Δημόσιο για να έρθεις εδώ να κάνεις τι;
-Κοπάνα ρε θα κάνω! Κοπάνα από τη σκρόφα τη ζωή, κατάλαβες;


Κατάλαβα. Είχε φτάσει στο νυν και αεί... και έσπασε. Και τα τίναξε όλα στον αέρα. Είχα μιλήσει κι αλλού για εκείνον αλλά... δεν είχαμε καταφέρει να ανοίξουμε τις καρδιές μας τόσον καιρό παρά μόνο χτες. Είπαμε κι άλλα, πολλά... για τη ζωή του. Λεπτομέρειες που δεν ήξερα, μυστικά που κρατούσε καλά κλεισμένα μέσα του. Άλλα σημαντικά κι άλλα ασήμαντα. Μα εμένα περισσότερο μ' εντυπωσίασε η κοπάνα του. Είχαμε χαθεί πολύ καιρό και τώρα, ο ξάδελφος, ο καλύτερος φίλος των παιδικών μου χρόνων θα μου ξανάρθει.


Εν τω μεταξύ η ώρα ήταν ήδη 9:30 μ.μ. Τα παιδιά τσαλαβουτούσαν ακόμη στη θάλασσα.


-Ελάτε, κορίτσια, φεύγουμε! Καλά δεν είναι τρεις ώρες;
-Ελα, μαμά να κάτσουμε λίγο ακόμη!
-Ναι, ρε Δήμητρα, άσε τις λίγο ακόμη! Πάω να βουτήξω κι εγώ!


Έβγαλε γρήγορα τη μπλούζα του κι άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα σα παιδί.
-Γιούρααααααααααααααα!


Κατάλαβα... Πάει το νησί...!!!

Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!