Searching...
17 April 2011

Καπουτσίνο με κανέλα…




Καθώς έφτιαχνε τον καφέ της, κοίταξε έξω από το παράθυρο της κουζίνας, τη θάλασσα που απλωνόταν κι έσκαγε μ’ ορμή στα πόδια του βράχου. Είχε έρθει λίγες φορές στο σπίτι του, αλλά της είχε δώσει «ελευθέρας» στην κουζίνα.
«Μα τι έγινε εκείνος ο καφές, κόκκαλα έχει;» άκουσε τη βαθειά του φωνή να έρχεται από το μπαλκόνι. Εκείνος ήδη καθόταν στην ξύλινη καρέκλα του σκηνοθέτη.
«Πολύ ανυπόμονος είσαι!» απάντησε. «Δε φτιάχνω κάθε μέρα καπουτσίνο!»
«Σου είπα πως έχει και καφέ φίλτρου…»
«Καφέ φίλτρου έχω και στο σπίτι μου.»
Ετοίμασε τον καφέ, τον έπιασε με το ένα χέρι, πήρε με το άλλο το βαζάκι της κανέλας και κατευθύνθηκε προς το μπαλκόνι. Στο ντιβάνι του σαλονιού ήταν αραδιασμένα κάμποσα βιβλία, όσα δε χωρούσαν στην ήδη παραφορτωμένη βιβλιοθήκη.
«Μα είναι δυνατόν ένας φιλόλογος να διαβάζει κβαντομηχανική;» αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά. Ήταν η πρώτη ερώτηση που του έκανε όταν αντίκρισε το ανάστατο ντιβάνι. Εκείνος γέλασε μ’ εκείνο το βαθύ, ζεστό του γέλιο. «Είσαι προκατειλημμένη!» αναφώνησε δήθεν έκπληκτος. «Οι φιλόλογοι δεν είμαστε ηλίθιοι!»
Βγήκε στο καθαρό φως κι απίθωσε με προσοχή τον καφέ της στο τραπεζάκι. Εκείνος έπινε τζιν με τόνικ. Πήρε το βαζάκι της κανέλας και βάλθηκε να πασπαλίζει την επιφάνεια του καπουτσίνο της.
«Μα πόση κανέλα θα βάλεις πια;»
«Ξέρεις πως δεν τρώω ζάχαρη. Κάπως πρέπει να τον γλυκάνω λίγο!»
«Το ξέρω. Αλλά ζάχαρη δεν τρως, τα λιπαρά τα έκοψες σχεδόν τελείως, γυμνάζεσαι του σκοτωμού… Μήπως υπερβάλεις λίγο μικρή; Εντύπωση μου κάνει που πίνεις καπουτσίνο!»
«Μήπως να κοίταζες τη δουλειά σου;»
Άπλωσε τα πόδια της στο πεζούλι του μπαλκονιού κι αγναντεύοντας το πέλαγο άρχισε να πίνει μικρές γουλιές ζεστού καφέ. Τι κόλλημα κι αυτό, μες το μεσοκαλόκαιρο να πίνει καπουτσίνο!
Γύρισε και τον κοίταξε. Το μελαχρινό του δέρμα έκανε έντονη αντίθεση με το κάτασπρο φόντο του τοίχου πίσω του, που φώτιζε το κυκλαδίτικο, καθαρό φως. «Καπουτσίνο με κανέλα» σκέφτηκε και χαμογέλασε. «Ή μπορεί και σοκολάτα βιεννουά…» Τα χαρακτηριστικά του ήταν κάπως τραβηγμένα. Απόλυτα τραχιά κι απροσδόκητα γοητευτικά. Μια βαθειά ρυτίδα αυλάκωνε το μέτωπό του. Τα μαλλιά του είχαν πάρει να γκριζάρουν στους κροτάφους. Πόσο λίγο τον γνώριζε και πόσο πολύ… Λίγες μέρες μόνο κι είχε μάθει την κάθε του πτυχή, το κάθε κομβικό σημείο της ζωής του.
«Θα μου πεις λοιπόν;»
Έστρεψε το βλέμμα του στο κορίτσι. Του άρεσε η διεισδυτική της ματιά. Απ’ την αρχή του άρεσε. Ένιωθε το μυαλό του να πάλλεται όταν το βλέμμα του συναντούσε το δικό της κι αυτό ήταν κάτι που το είχε νιώσει ελάχιστες φορές στη ζωή του.  Σα να συντονίζονταν οι παλμοί τους και το αίμα σφυροκοπούσε με δύναμη στους κροτάφους.  Μπορούσε να αντιλαμβάνεται αμέσως όχι μόνο αυτό που της έλεγε αλλά κι αυτό που σκόπευε να της πει. Μιλούσε εκείνος και το κορίτσι συνέχιζε την κουβέντα του, σα να βρισκόταν μέσα στο μυαλό του.  Μιλούσε εκείνη και ήξερε τι ακριβώς ήθελε να του πει.
«Φεύγω αύριο» τόνισε τις λέξεις με ένα μουγκρητό που της φάνηκε σαν βρυχηθμός λιονταριού.
Έμεινε να τον κοιτάζει αποσβολωμένη. Τα μάτια του είχαν γίνει δυο στενές σχισμές που προσπαθούσαν να αποπέμψουν τις αχτίδες του ήλιου.
«Τι εννοείς αύριο φεύγεις;» για πρώτη φορά στη σύντομη γνωριμία τους πάσχιζε να τον καταλάβει.
«Εννοώ μαζεύω τα μπογαλάκια μου και αναχωρώ… εσύ μου είπες εξάλλου πως πρέπει να επιστρέψω.»
Εκείνη του το είχε πει, σωστό. Είχε μία γυναίκα κάπου να τον περιμένει και δύο μικρά παιδιά που τον χρειάζονταν και τον αναζητούσαν. Υπέκφευγε διαρκώς των ευθυνών που του αναλογούσαν. Για πόσο; Δεν την αγαπούσε, από πείσμα την παντρεύτηκε. Στο δρόμο για την εκκλησία σκεφτόταν να το σκάσει. Αλλά δεν το έκανε. Φοβήθηκε μην την πληγώσει. Η Κατερίνα ήταν πανέμορφη έτσι όπως στεκόταν με το λευκό της νυφικό, ανήσυχη γιατί εκείνος είχε αργήσει ανεπίτρεπτα πολύ. Πανέμορφη κι εύθραυστη. Πώς ήταν δυνατό να την παρατήσει και να φύγει; Την πλησίασε διστακτικά παρόλες τις προειδοποιήσεις του φίλου του, του Γιώργου. «Είσαι σίγουρος, ρε μαλάκα, γι’ αυτό που πας να κάνεις; Γάμος είναι δεν είναι παιχνίδι!» Δεν ήταν σίγουρος αλλά έμεινε. Τόσο όσο να κάνει και δυο παιδιά. Και μια μέρα, που αισθάνθηκε τον κλοιό της οικογένειάς του να τον σφίγγει ασφυκτικά, μάζεψε μια βαλίτσα με πράγματα, συσκεύασε σε μια κούτα κάμποσα απ’ τα βιβλία του κι έφυγε για το κοντινότερο λιμάνι. Μπήκε σε ένα καράβι με προορισμό τις Κυκλάδες και στο πρώτο νησί που του άρεσε, κατέβηκε.
«Με τσάκισε αυτή η ιστορία. Με γονάτισε. Δεν το περίμενα…» ψιθύρισε σφίγγοντας στη χούφτα του ένα κομμάτι χαρτί. Έριξε το βλέμμα της εκεί, ακούγοντας το ανεπαίσθητο θρόισμα. Το είχε διαβάσει εκείνο το γράμμα. Ένα τελευταίο «αντίο», το τέλος του παράνομου, παθιασμένου έρωτά του, γραμμένο με πλαγιαστά, καθαρά γράμματα σε κυανόλευκο, αρωματισμένο χαρτί.
«Το ήξερες απ’ την αρχή πως θα σε γονάτιζε. Μη λες ψέματα… Κι εκείνην την τσάκισε…»
Το ήξερε. Και λοιπόν; Απ’ την αρχή γνώριζε πως η Μάρθα ήταν ένα κορίτσι δεκαοχτώ χρόνων που διψούσε να γνωρίσει τον κόσμο κι αυτός ένας σαραντάρης, κουρασμένος ήδη απ’ τη ζωή. Συναντήθηκαν οι δρόμοι τους κατά τύχη, όπως οι τροχιές δύο κόκκων σκόνης που αιωρούνται στον αέρα. Κόλλησε πάνω της σαν άρρωστος που έψαχνε να βρει τη γιατρειά του, να πιει τους χυμούς του κορμιού της ως τον τελευταίο, να δρέψει τις δάφνες του θαυμασμού της για το πνεύμα του. Την ήθελε, την χρειαζόταν να κρέμεται απ’ τα χείλη του, να την μαθαίνει τον κόσμο κι εκείνη να τον κοιτάζει με τα μεγάλα γαλάζια της μάτια με λατρεία και να του χαμογελάει. Την ήθελε κολασμένα χωρίς να λογαριάζει τίποτα, παρά μόνο την ανάγκη που του γεννούσε η επιθυμία για επιβεβαίωση.
Κάρφωσε το βλέμμα του στα μαύρα μάτια της κοπέλας που καθόταν απέναντί του. Τσακισμένος ήδη απ’ τον έρωτα της Μάρθας, βούλιαζε τώρα σε κείνα τα -ξένα σχεδόν- μαύρα μάτια. «Θα πρέπει να είμαι τρελός» σκέφτηκε. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε να έχει μια τόσο έντονη πνευματική επικοινωνία με άλλον άνθρωπο. Ετούτη εδώ ήταν ολότελα διαφορετική απ’ τη Μάρθα. Στεκόταν καλά στα πόδια της, πανέξυπνη, ανεξάρτητη, δεν είχε ανάγκη δεκανίκια. Δεν είχε ανάγκη να θαυμάσει κανέναν ούτε να γαντζωθεί σε κάποιου τους ώμους. Κι όμως τον θαύμαζε, φαινόταν στον τρόπο που του μιλούσε, στο ρεύμα που διαπερνούσε τα μάτια τους όταν συναντιόνταν. Στην πρώτη τους συνάντηση της είχε πει σχεδόν τα πάντα για τη ζωή του. Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, το γάμο του, τον έρωτά του… Ένιωσε πως εκείνην περίμενε χρόνια ολόκληρα για να της καταθέσει την ψυχή του. Δεν της είχε αγγίξει ούτε το χέρι στις λίγες φορές που είχαν συναντηθεί. Φοβήθηκε αυτό που θα ένιωθε. Εκείνην τουλάχιστον έπρεπε να την προστατέψει. Αρκετές ζωές είχε περιπλέξει με την απερισκεψία του. Η Κατερίνα, τα παιδιά του, η Μάρθα… και τώρα εκείνη, η αγριόγατα, η Χριστίνα.
«Το ήξερα…» είπε σαν χαμένος. Άραγε εκείνην ήθελε να προστατέψει ή τον εαυτό του; «Αλλά έφτασα στα όρια της ξευτίλας. Πόσο πιο πολύ μπορώ να ξεπέσω ο μαλάκας; Της ζήτησα να παντρευτούμε χωρίς καν να της έχω πει πως είμαι ήδη παντρεμένος. Κι όταν το έμαθε και με ξύπνησε απότομα με το ξέσπασμά της, θυμήθηκα πως είχε περάσει ένας μήνας σχεδόν που δεν είχα μιλήσει με τα παιδιά μου». Ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό του. «Αύριο, μεθαύριο το πολύ θα φύγω…»
«Να φύγεις… Ναι, ρε Νίκο, απ’ την αρχή στο είπα. Αυτό πρέπει να κάνεις.» Έκλεισε με τα μάτια της την εικόνα του έτσι που κοιτούσε προβληματισμένος το ποτήρι του. Πόσο εύθραυστος φαινόταν εκείνος τώρα, βουλιαγμένος μέσα στο αδιέξοδό του. Πόσο θα ήθελε να απλώσει το χέρι της, να του αγγίξει το μέτωπο, να ψηλαφίσει εκείνη τη ρυτίδα που το χώριζε στη μέση, να χαϊδέψει τα γένια του. Όμως φοβόταν. Τον εαυτό της φοβόταν. Πως δε θα μπορούσε έπειτα να σταματήσει. Κι ήταν η ζωή του ήδη ένα μπλεγμένο κουβάρι. Δεν είχε το δικαίωμα, δεν της επιτρεπόταν να το μπερδέψει περισσότερο.
Μα ήταν σάμπως η δική της η ζωή σε πολύ καλύτερη κατάσταση; Εγκλωβισμένη σε μια σχέση που έμοιαζε να έχει φτάσει στο τέρμα και που δίσταζε να τελειώσει, μόνο και μόνο γιατί λυπόταν να πάει χαμένη η επένδυση ψυχής που είχε κάνει. Πόσο λάθος… «Πρέπει να χωρίσετε» της είπε ο Νίκος όταν τους είδε μαζί, πριν από λίγες μέρες. «Δεν είναι πως κάποιος απ’ τους δυο σας είναι κακός, όμως… οι κοσμοθεωρίες σας είναι τόσο διαφορετικές. Κινείστε σε δυο ομόκεντρες σφαίρες και δεν πρόκειται να συναντηθείτε ποτέ». Οξυδερκής σε όλα. Με συμπαγή κοσμοθεωρία, άνθρωπος που ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει σε ό,τι δεν αφορούσε στον έρωτα...
«Αύριο φεύγω… σου το είπα μικρή». Με μια ξαφνική, άγρια κίνηση της άρπαξε το χέρι. «Πρέπει αγριόγατα!»
«Πρέπει…» του αντιγύρισε κι ένιωσε το κορμί της να φλογίζεται. Μ’ ένα τίναγμα αιλουροειδούς τινάχτηκε απ’ το κάθισμά της. Το δέρμα της, στο σημείο που την κρατούσε, έκαιγε. «Δε γίνεται διαφορετικά…» Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Ήταν ανάγκη να φύγει αμέσως από εκεί. Αν χωνόταν στην αγκαλιά του, θα εξαφανιζόταν στο λεπτό. Θα έπρεπε έπειτα να παλέψει πολύ καιρό για να σβήσει το άρωμά του. Γιατί το ήξερε καλά, δεν έδινε πια στον εαυτό του άλλο δρόμο, μόνο αυτόν της Κατερίνας.
«Καλό ταξίδι…» ψιθύρισε ξεψυχισμένα.
«Αντίο Χριστίνα... και να θυμάσαι τους ομόκεντρους κύκλους!»
«Θα τους θυμάμαι…»
Γύρισε κι έτρεξε προς την έξοδο αρπάζοντας την τσάντα της απ’ τον καναπέ. Έριξε μια τελευταία ματιά στο βιβλίο της Κβαντομηχανικής. Χωρίς δεύτερη σκέψη το έχωσε στην τσάντα.
«Πήρα το βιβλίο…» φώναξε. «Για να σε θυμάμαι». Δεν άκουσε την απάντησή του. Την επόμενη στιγμή διέσχιζε το κατώφλι της εξώπορτας. Κατέβηκε ορμητικά τις σκάλες και χύθηκε στο δρομάκι που οδηγούσε στη θάλασσα. Έφτασε στο ακρόβραχο και κοίταξε το νερό που έσκαγε δριμύ στην πέτρα. Το σώμα της ακόμη φλεγόταν. Έβγαλε τα ρούχα της και γλίστρησε  στη γαλάζια δροσιά, κολυμπώντας κόντρα στα κύματα που την χτυπούσαν καταπρόσωπο. Γεύση αλμυρή γέμισαν τα χείλη της. Με τα μάτια ανοιχτά, βούτηξε το κεφάλι στο νερό πασχίζοντας να διακρίνει το βυθό. Ένιωθε ελεύθερη κάθε φορά που αφηνόταν στο υγρό στοιχείο...
Ο Νίκος την κοίταζε απ’ το μπαλκόνι καθώς ξεμάκραινε γρήγορα. «Καλύτερα έτσι» συλλογίστηκε, «αν η Μάρθα με γονάτισε, τούτη εδώ θα με διέλυε εντελώς…»
Δίπλα του, πάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι, ο καφές, καπουτσίνο με κανέλα, είχε πια κρυώσει εντελώς.

  
Τ Ε Λ Ο Σ

Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!