Searching...
05 September 2010

Σεχραζάντ

Γνώρισα κάποτε τη Σεχραζάντ.
Ένα κορίτσι με μακριά μαύρα μαλλιά και λαμπερά μαύρα μάτια. Που έκρυβαν στο βυθό τους κάτι που έμοιαζε απελπισία...
Έμεινα καιρό μαζί της, να προσπαθώ να προσδιορίσω τη σκοτεινή της υπόσταση. Μα δε μου μιλούσε. Δεν ήθελε να βεβηλώσει -έλεγε- την αίθουσα του θρόνου.
Και το σεβάστηκα.
Χάθηκε ένα πρωινό, αφήνοντας χνάρια στις δροσοσταλίδες του δρόμου και στο απάτητο γρασίδι του κήπου, αναίτια σχεδόν. Γιατί ήταν γραφτό της πάντα να φεύγει... Κι ας λαχταρούσε περισσότερο από καθετί τούτη τη φορά να μείνει... Σώμα πακτωμένο σε χώρο πεπερασμένο, ψυχή φτεροφόρος, ιπτάμενη σε διαστάσεις άπειρες...
Πάνω στο μαξιλάρι της βρήκα ένα γράμμα αρωματισμένο με αγιόκλημα. 




Με λένε Σεχραζάντ.


Κάθε βράδυ φτιάχνω ένα παραμύθι για το σουλτάνο μου... και το λέω... για να μ' αφήσει να ζήσω μια νύχτα ακόμη. Άλλη μια νύχτα...
Με το μυαλό να περιδιαβαίνει τα σύμπαντα και να ψάχνει καινούριες παραμυθίες...


Δε γίνεται, λέτε, να ζει κανείς στα παραμύθια. Αλλά εγώ έτσι κάνω... Μόνο έτσι μπορώ να κάνω... Γιατί η αλήθεια είναι φορές που μοιάζει ψέμα. Και το ψέμα γίνεται ομορφότερο απ' την αλήθεια.
Κάποτε οι καιροί ήταν πρόσφοροι για μυθεύματα. Άμαθος ο ανθρώπινος νους, έψαχνε ερμηνείες στη στέγη του κόσμου. Και τότε μου ήταν εύκολο...
Ήρθε ο Αλαντίν με το μαγικό λυχνάρι, πετώντας με το μαγικό χαλί πάνω απ' τα φώτα της Βαγδάτης, ήρθε ο Αλί Μπαμπά στη σπηλιά με τους θησαυρούς, άνοιξε σουσάμι, κλείσε σουσάμι και γέμισε το σπίτι του χρυσά φλουριά. Ήρθε το τζίνι το μαγικό να πραγματοποιήσει επιθυμίες, ήρθε ο Σεβάχ ο θαλασσινός, ταξιδευτής στα πέρατα του κόσμου.
Κι ήταν ο Σουλτάνος μου ευτυχισμένος.




Μα σιγά σιγά άλλαξαν όλα. Οι άνθρωποι άρχισαν να μαθαίνουν. Να βλέπουν και να μην νιώθουν. Με κατηγόρησαν πως πλάθω ψεύτικα παραμύθια. Είναι η διαφυγή μου τους είπα και δε με πίστεψαν. Κι είπα τότε να αλλάξω ρώτα, να ανέβω σ' ένα βουνό ψηλό και να κοιτάξω πέρα, την έρημο της Αραβίας. Να βρω τις αλήθειες που όλοι τις κοιτάνε μα κανείς δεν τις βλέπει και να τις μιλήσω με τον άνεμο. Να τις πάρει, να τις ταξιδέψει στη γη, να τις ακουμπήσει με προσοχή στα αυτιά των παιδιών και των ανθρώπων με παιδική ψυχή.


Κι είδα πολέμους, είδα φωτιές, είδα παιδιά να κλαίνε... Έκλεισα τα μάτια να νιώσω καλύτερα τον πόνο κι ο άνεμος της ερήμου μου έφερε το άρωμα της Ανατολής.


Καβουρντισμένο καφέ με κάρδαμο. Σαουάρμα με σάλτσα άμπα και αγγουράκι τουρσί. Φελάφελ με μπόλικο κύμινο και σάλτσα από ταχίνι. Γιαουρτλού κεμπάμπ με μπόλικο μαϊντανό και πάπρικα...

Κι ένιωσα πάλι τον πόνο  της φυγής που γίνεται γλυκύτερος σαν ξέρεις θα γυρίσεις. 

Ταξίδεψα στα σύνορα μιας όμορφης και παράξενης πατρίδας που ψάχνει το στίγμα της στο χάρτη. Μιας ανθρώπινης ασπίδας που κρέμεται έξω απ' τα τείχη της Γάζας. Γη που συρρικνώνεται, παλεύει, ματώνει, αγωνιά... 

Χώμα ανθρώπων που δεν ξέρουν τι πάει να πει διπροσωπία γιατί αυτό και μόνο το ένα τους πρόσωπο με δυσκολία το ανασταίνουν τα πρωινά.

Γενιές Φελάχων και Βεδουΐνων που βαδίζουν στο ακρόκρημνο των αντοχών τους ελπίζοντας πως η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα...

Αέρας στην έρημο της Ιεριχούς, αλάτι απ' τη Νεκρή θάλασσα, χρυσόψαρα απ' το Ιλάτ, δάση πυκνόφυτα στη Γαλιλαία...

Ο ήλιος στην Ιεριχώ είναι καυτός. Πυρώνει τις πέτρες γύρω απ' το μοναστήρι κι ο γέροντας με λαχτάρα περιμένει επισκέπτες να δροσίσουν τη μοναξιά του...




Στα τείχη της Γάζας παίζουν τα παιδιά ζωγραφίζοντας τανκς. Άλλες φορές φτιάχνουν ψεύτικες τρύπες και φαντάζονται πως μπορούν να περάσουν έξω και να περιδιαβούν ελεύθερα τη Γη της Παλαιστίνης...




Γλιστράω πίσω απ' τα καραβάνια και τα πόδια βουλιάζουν στην καυτή άμμο. Μυρίζω το χνώτο των ζώων, ακούω τους ψιθύρους των καμηλιέρηδων. Η αμμοθύελλα με χτυπάει στο πρόσωπο με ορμή. Τη χτυπάω αδέξια με τα χέρια μα ξέρω πως ματαιοπονώ να τα βάζω με τα στοιχεία της φύσης... Πέφτω λοιπόν στα γόνατα. Κουλουριάζομαι. Γίνομαι ένα με την άμμο. Κομμάτι της ερήμου. Κομμάτι της Γης. Κομμάτι του Κόσμου.




Είμαι η Σεχραζάντ. Κι αν λέω πως φεύγω...  μη με πιστεύεις. Είμαι εδώ. Θα είμαι για πάντα εδώ. Χαμένη στο πολυδιάστατο της ύπαρξής σου. Στο άναρχο βλέμμα σου, στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, στον ήλιο που βουτάει τα δειλινά στο υγρό βασίλειο του Ποσειδώνα, στις τρεμάμενες φλόγες των αστεριών...
















Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!