Είχε πάντα μία επιφύλαξη για την αποτελεσματικότητα του τρόπου που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον πόνο και ειδικά το πένθος, όταν είναι μαζεμένοι σε ομάδες, όπου οι άλλοι τους παρατηρούν. Σα να κλείνονται σε ένα σφιχτό συρματόπλεγμα ή σ' ένα γυάλινο καβούκι, από εκείνα τα αλεξίσφαιρα, που φροντίζουν να μη σηκωθεί καμία τρίχα απ' την ιλουστρασιόν εικόνα. Και τεντώνουν τους μύες του προσώπου για να συγκρατήσουν τα δάκρυα που προσπαθούν να δραπετεύσουν. Και σφίγγουν τα χείλη για να τιθασεύσουν κάθε ανυπότακτο χαμόγελο που αποτολμά να ξεφύγει.
Μα σε κείνην όλο αυτό μια λέξη της έφερνε στο νου: Παραίτηση. Μία κατάσταση που δεν της ταίριαζε μιας και την θεωρούσε άρρηκτα συνδεδεμένη με κάθε τι ολέθριο που οδηγεί στην οριστική ήττα. «Εγώ, είμαι γεννημένη πολεμίστρια», έλεγε «και ξέρω πως κανένας πόλεμος δεν κερδίζεται, όταν καταθέτεις τα όπλα».
Γι' αυτό και πάντα αισθανόταν αμήχανα στις κηδείες και στα συναφή κοινωνικά γεγονότα. Της φαινόταν μάλλον υποκριτικό να λέει στους συγγενείς του εκλιπόντος «συλλυπητήρια», σάμπως να ήτανε ποτέ δυνατόν να νιώσει την ίδια λύπη με κείνους. Εξάλλου ο τρόπος της να παρηγορεί ήτανε λίγο εξτρεμιστικός και δημιουργούσε ανησυχίες στην ομήγυρη... μπορεί και να ‘τανε επειδή καλύτερα απ’ όλους ήξερε πως παρηγοριά σε παρόμοιες καταστάσεις δεν χωράει.
Κι είχε να διηγείται με ένα κοροϊδευτικό μισοχαμόγελο το «κατόρθωμα» που είχε καταφέρει κάποτε – θα ήταν γύρω στα δεκάξι – που είχε πάει στην κηδεία του πατέρα ενός συμμαθητή της. Έφτασε στην εκκλησία του κοιμητηρίου όπου θα ψαλλόταν η νεκρώσιμη ακολουθία χαμογελώντας αμήχανα, μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια της «ζωή σε σας» στη γυναίκα του μακαρίτη κι έπειτα, αφού απέμεινε αποσβολωμένη για λίγα λεπτά μπροστά στο λιανό κουφάρι, που φαγωμένο σχεδόν απ’ την επάρατη νόσο πάσχιζε να γεμίσει όπως-όπως ένα σταχτί, μάλλινο κοστούμι, κατευθύνθηκε προς το αγόρι που, με καταφανή συντριβή, περιέφερε άσκοπα τη χαμένη του ματιά ολόγυρα, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τις βαριές, αλμυρές σταγόνες που κρέμονταν στις βλεφαρίδες. Ήταν βέβαιη πως δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε τριγύρω.
Κάθισε δίπλα του, στην κενή θέση που είχε αφήσει η αδελφή της μάνας του που είχε πάει προς νερού της, σταύρωσε τα χέρια στα γόνατα κι έπιασε να περιεργάζεται τον διάκοσμο της εκκλησίας που αποτελούσαν κάτι κακότεχνες εικόνες μισομαδημένες απ’ την υγρασία και τη μούχλα. Δεξιά απ’ την Ωραία Πύλη, δίπλα σε έναν Χριστό που με πρησμένο πρόσωπο, βαριεστημένο βλέμμα και σηκωμένο το δεξί του χέρι ευλογούσε το εκκλησίασμα, ένας Αϊ-Γιάννης κρατούσε στο χέρι ένα χρυσό πιάτο με το κομμένο του κεφάλι. Από τις καστανές του μπούκλες και το μακρύ του γένι έσταζαν χοντρές στάλες αίμα.
Ένιωσε μια ανακάτωση στο στομάχι. Πάντοτε την τάραζε η θέα του Ιωάννη του Αποκεφαλιστή και του αιμόφυρτου κεφαλιού του με την απλανή ματιά γεμάτη απελπισμένη παρρησία. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να επιδείξει μια κατά το δυνατόν σεμνή και αξιοπρεπή συμπεριφορά μα εκείνη η αγιογραφία την αναστάτωσε. Προσπάθησε να ανατρέψει την κατάσταση στρεφόμενη σε μια Παναγία που έστεργε στην αγκαλιά το μοναχογιό της αλλά οι πρησμένες, σταράτες μορφές τους, σαν φρεσκοφουρνισμένες φραντζόλες της φάνηκαν και σκέφτηκε πως ίσως ο αγιογράφος ήτανε κανένας λιμασμένος που ονειρευότανε ψωμί όταν φιλοτεχνούσε τα αριστουργήματά του. Τούτη η σκέψη της έφερε ένα γέλιο που δεν μπόρεσε να το συγκρατήσει. Αναζήτησε βιαστικά στην τσέπη το μαντήλι της και μισοέκρυψε το πρόσωπο φυσώντας δυνατά τη μύτη.
Οι επιπληκτικές ματιές που της έριξε ο ψάλτης αντί να την συνετίσουν, αναμόχλευσαν την ακατανόητη ευφορία της. «Να κι ο Άγιος Πέτρος!» σκέφτηκε. «Έτσι και δεν το βουλώσω, θα μου φέρει κανένα καντήλι για καπέλο!»
Στράφηκε γελώντας προς το χαροκαμένο αγόρι και άρχισε να του λέει ανέκδοτα. Στην αρχή κάρφωσε έκπληκτο το βλέμμα του πάνω της μα σιγά-σιγά παρασύρθηκε κι έπιασε να γελάει νευρικά με τα κρύα αστεία που του αράδιαζε. Οι επιπληκτικές προς το μέρος τους ματιές πολλαπλασιάστηκαν. Αλλά πού να σταματήσει... Είχε ενθουσιαστεί που στέγνωσαν τα μάτια του αγοριού από τα δάκρυα κι αλάφρωσε λίγο η μορφή του απ’ το πένθος. Συνέχισε λοιπόν ακάθεκτη. Όταν είδε πως ο περίγυρος είχε γίνει σχεδόν απειλητικός, τον τράβηξε απαλά στο πίσω μέρος του ναού κι εκεί συνέχισε το βιολί της. Θέαμα έγιναν ώσπου να αναλάβει δράση η θεία του και να επιβάλει την τάξη.
«Καλά, εσένα δε σε ξεσυνερίζουμαι, πονεμένος είσαι» είπε στον ανιψιό της, «αλλά εσύ» έριξε επιτιμητικό το βλέμμα πάνω της «δε ντρέπεσαι; Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, σε πανηγύρι;»
Ντράπηκε είναι η αλήθεια για τη συμπεριφορά της και προχώρησε χαμηλοβλεπούσα και κατακόκκινη προς το κεντρικό μέρος του ναού. Κρύφτηκε πίσω από τον άμβωνα για να αποφύγει τα επιτιμητικά βλέμματα κι από κει παρακολούθησε τα τεκταινόμενα βρίζοντας τον εαυτό της και παρακαλώντας αν ήταν δυνατό να άνοιγε η γη και αντί για το νεκρό να καταπιεί εκείνην.
Εκείνη τη μέρα θα γύριζε στο σπίτι με καταρρακωμένο το εγώ της και κατηγορούσα την πληγωμένη της υπερηφάνεια αν δεν την είχε πλησιάσει το αγόρι στο τέλος της τελετής. Έπιασε με τις δυο του παλάμες το χέρι που του άπλωσε και το έσφιξε με ζέση.
«Σ’ ευχαριστώ» ψιθύρισε. «Μήνες τον είχαμε ξεγραμμένο τον πατέρα. Αποφασισμένο γεγονός μα σαν έλαβε τόπο έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μου. Δεν ξέρω πώς θα το άντεχα όλο αυτό χωρίς εσένα...»
«Γίναμε ρεζίλι όμως... ε...;»
«Ναι, γίναμε... σε ανθρώπους που φαίνεται πως δεν γνωρίζουν τον πόνο και την δύναμη που μπορεί να κρύβει ένας κλαυσίγελως...»
0 σχόλια:
Post a Comment