Είπαν στις ειδήσεις...
Αισθητή ισχυρή σεισμική δόνηση 5,9 Ρίχτερ με επίκεντρο την Πάρνηθα προκάλεσε τον θάνατο 140 περίπου ατόμων καθώς και πολλές καταρρεύσεις κτιρίων.
...κι όσα παρατήρησα εγώ στο μικρόκοσμο της γειτονιάς μου εκείνη τη μέρα.
Σήμερα το πρωί το κεφάλι μου πονούσε φριχτά. Ίσως να φταίει το νέφος. Ο καιρός είναι ζεστός και υγρός τελευταία κι οι ατμοσφαιρικοί ρίποι αυξημένοι. Όταν ανεβαίνω στην ταράτσα να απλώσω ρούχα, βλέπω εκείνο το θολό, υπόλευκο πέπλο να διαχέεται πάνω απ' τα κτίρια της Αθήνας και μου φαίνεται πολύ παράξενο που οι άνθρωποι μπορούν ακόμη κι αναπνέουν.
Θέλησα να βγω λίγο στο μπαλκόνι να ανασάνω λίγο παραπάνω οξυγόνο. Καθώς κατευθυνόμουν προς την μπαλκονόπορτα, είδα τον εαυτό μου στο γυαλί της τηλεόρασης, ασουλούπωτα παραμορφωμένο, να συνοφρυώνεται σκεπτικός, σχεδόν θυμωμένος. Χαμογέλασα χαζοχαρούμενα. Πήρα μηχανικά το τηλεχειριστήριο και την άνοιξα. Δεν είχε και τίποτα σπουδαίο αλλά την άφησα ανοιχτή από πείσμα. Κάποια χρησιμότητα έπρεπε να έχει κι αυτό το ηλίθιο κουτί μέσα στο σπίτι!
Κοίταξα έξω προς την κατεύθυνση που υψώνονται τα Τουρκοβούνια. Δεν έχει βρέξει ακόμη κι έχουν ακόμη εκείνο το υποκίτρινο χρώμα του καλοκαιριού. «Α, ρε μάνα Γαία...»
Και ξαφνικά, χωρίς κανέναν προφανή λόγο, σα να ‘παιρνα μια απάντηση απ’ τη μάνα Γαία, άκουσα ένα υπόκωφο βουητό ν’ αναδύεται από τα έγκατα της γης κι αμέσως μετά ένιωσα το πάτωμα να τρέμει. Σαστισμένη, με τα πόδια καρφωμένα στο μωσαϊκό, έμεινα στην ίδια θέση, μπροστά απ’ την τηλεόραση, να κοιτάζω το τρομαγμένο μου είδωλο να τρεμουλιάζει πάνω στο γυαλί. Η μπαλκονόπορτα τρανταζόταν πάνω στα μάνταλά της και τα τζάμια έτριζαν. Πίσω μου άκουσα τον ήχο από γυαλικά που έπεφταν, σπάζοντας, στο πάτωμα. Τα πράγματα γύρω έπαψαν να έχουν ένα καθαρό περίγραμμα, ένα σύνορο διαχωριστικό με το περιβάλλον τους. Μια θολή λεπτή ζώνη, σαν ένα αέρινο, ομιχλώδες κάλυμμα, τα περιέγραφε τώρα, καθώς σείονταν υπό το χτύπημα του Εγκέλαδου. Ο σεισμός κράτησε αρκετά ώστε να μου φανεί ατέλειωτος και να κάνει αισθητή την τρομερή δύναμη της φύσης. Μόλις σταμάτησε έτρεξα να βγω απ’ το διαμέρισμά μου, ομάδι με τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας που τρέχανε πανικόβλητοι στην έξοδο απ’ τις εσωτερικές σκάλες.
Η οδός Πριγκιποννήσων είχε αρχίσει να συνωστίζεται από ανθρώπους τρομαγμένους, που κοιτούσανε ανήσυχα ο ένας τον άλλον στα μάτια –πόσο σπάνιο κι ωραίο μου φάνηκε αυτό!–, και με περισσή παρρησία αφηγούνταν διαρκώς τα συμβάντα. Αχ, τι έμελλε γενέσθαι άραγε; Ήταν αυτός κύριος σεισμός ή όχι; Τι μέγεθος είχε; Θα ακολουθούσαν μετασεισμοί και –αν ναι– πόσο δυνατοί θα ήταν; Έγιναν ζημιές, μήπως υπήρχαν θύματα; Ερωτήσεις που θα μπορούσαν να απαντηθούν απ’ τα εκτενή ρεπορτάζ της τηλεόρασης που θα άρχιζαν να προβάλλονται εν έδει έκτακτης επικαιρότητας σε λίγο. Θα μπορούσαν... αν δεν έπιαναν πάλι τον τηλεκαυγά οι επαΐοντες. Αλλά ποιος θάρρευε να μπει ξανά στο σπίτι του τόσο νωρίς; Να περνούσε λίγο η ώρα, να ξεχαστεί κάπως η λαχτάρα της δόνησης, να κατασταλάξει και κείνη η αίσθηση πως μπροστά στις δυνάμεις του σύμπαντος είμαστε ένα τίποτα!…
Κάθισα αναπαυτικά στο καπό ενός αυτοκινήτου που ήταν ζεστό ακόμη, άναψα τσιγάρο και βάλθηκα να παρατηρώ τις αντιδράσεις των ανθρώπων. Με λίγη καλή τύχη δε θα με πλησίαζε κανείς για να μου πει τις θεωρίες του περί σεισμογένεσης και τέλους του κόσμου και θα ολοκλήρωνα απερίσπαστη την... βυθοσκόπησή μου.
Μου έκανε εντύπωση η τόση γνώση της ορολογίας που επέδειξαν οι συνάνθρωποι. Είχαν ξαφνικά όλοι μετατραπεί σε ειδήμονες, γεωλόγους, σεισμολόγους, φυσικούς του στερεού φλοιού της γης, κι εξήγαγαν αβίαστα τα συμπεράσματά τους:
«Απ’ τη ζέστη να δείτε είναι! Δεν είναι φυσιολογικός τούτος ο καιρός, Σεπτέμβρη μήνα!», δήλωσε με βεβαιότητα η γνωστή και ευτραφής κυρία Ασπασία που ‘χε πεταχτεί απ’ το σπίτι της με μια κλαρωτή ρόμπα και μπικουτί στα μαλλιά. «Λιώνουν τα πετρώματα στο εσωτερικό της γης, χάνουν τα παραπάνω την ισορροπία τους και πέφτουν!»
Έπιασα τα γέλια, πάλι καλά που δεν είχε αποφανθεί πως η ζέστη κάποτε θα έλιωνε και τα υπερκείμενα πετρώματα και τότε όλοι θα πλέαμε με πυρίμαχα καράβια πάνω σε μια πηχτή θάλασσα λάβας!
«Μόνο αυτό λες εσύ;» έκανε ο φούρναρης. «Με τα τόσα πετρέλαια που αντλούν, αδειάζουν τη γη δημιουργώντας τεράστια σπήλαια που η οροφή τους, χωρίς υποστήριγμα πια, γκρεμίζεται!»
«Όχι», απάντησε ένας τρίτος που δεν τον ήξερα, αρκετά ηλικιωμένος, που φαίνεται είχε εντρυφήσει σε σχετικά με τη σεισμολογία βιβλία, «τέτοια συμβάντα δεν προκαλούν τόσο ισχυρές δονήσεις. Οι σεισμοί οφείλονται κυρίως στις κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών που μετακινούνται αργά υπό την επίδραση ισχυρών ρευμάτων ρευστού μάγματος της ασθενόσφαιρας!»
Η γυναίκα τον κοίταξε εμβρόντητη. Μα ήταν δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα; Πλάκες; Τι πλάκες, σαν αυτές που στρώνουν τα πεζοδρόμια; Καλέ πού τις είχε δει, ο χριστιανός, τις πλάκες; Κι αυτή πάλι η σφαίρα –η ασθενόσφαιρα, πώς την έλεγε;–, τι δουλειά είχε με τους σεισμούς! Της είχε μιλήσει και η κόρη της για μια σφαίρα, αλλά ασθενόσφαιρα μάλλον δεν ήτανε, κάτι μέσα στην ατμόσφαιρα, αλλά αυτή είχε ένα όνομα που θύμιζε στρατό ή Στράτο –πού να θυμάται, ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι!– κι επιπλέον αυτή ήτανε πάνω απ’ τον πλανήτη κι ενδεχομένως, το πιθανότερο μάλιστα, καμία σχέση δεν μπορούσε να έχει με τα έγκατα της γης. Ανασήκωσε τους ώμους της με συμπόνια, μεγάλος άνθρωπος ήτανε ο λαλών, χαμένα τα ‘χε προφανώς, τι να δώσει βάση...!
«Πάντως ο σεισμός μάλλον δεν είναι υποθαλάσσιος» συνέχισε απτόητος ο άνδρας. «Και το επίκεντρο βρίσκεται εντός της Αττικής, θα το δείτε.»
«Ε... καλά, οπωσδήποτε» συμφώνησε η κυρία Ασπασία ανακουφισμένη που επιτέλους άκουγε κάτι λογικό. «Εδώ κοντά θα είναι το επίκεντρο. Πολύ κοντά. Γυαλικό δε μου έμεινε στο σπίτι. Άνοιξαν οι πόρτες απ' το σύνθετο κι έπεσαν όλα στο πάτωμα. Μεγάλη ζημιά. Μέχρι κι οι πορσελάνες απ' την προίκα μου σπάσανε. Και τις είχα ενθύμιο... Αχ... θα πέσει φωτιά να μας κάψει! Μα τι περιμένεις... Μας τιμωρεί ο Θεός τέτοιοι που είμαστε. Φωτιά θα ρίξει και θα μας κάψει!»
Να τος πάλι ο Θεός ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ε μα, δε θα γλιτώσω ποτέ απ' αυτόν?
Χαμογελώντας με το διάλογο, παρατηρούσα σύγχρονα τις κινήσεις των ανθρώπων. Το παρκάκι απέναντι από την πολυκατοικία είχε γεμίσει με παιδιά που έπαιζαν. Και τι περίεργο, ενώ τις άλλες μέρες οι γονείς έτρεχαν ξωπίσω τους από φόβο μην τα χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο, σήμερα έπαιζαν ανέμελα, λες και ο κίνδυνος των μετασεισμών επικάλυπτε τον κίνδυνο των τροχαίων ατυχημάτων. Δυο πιτσιρίκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι πέντε - έξι χρόνων, είχαν ξεμοναχιαστεί πίσω από ένα δέντρο κι έδιναν κλεφτά φιλιά στα μάγουλα.
«Από μικρά στα βάσανα!» τους φώναξε κοροϊδευτικά μια γυναίκα. «Μη χάσετε...!»
Ένας νεαρός άντρας καθόταν σαστισμένος στο πεζοδρόμιο φορώντας το μπουρνούζι του. Ακόμη υπήρχαν στα μαλλιά του υπολείμματα σαπουνιού που μια ψηλόλιγνη κοπέλα προσπαθούσε να καθαρίσει τρυφερά με τις παλάμες της. Κάθε τόσο έσκυβε και του ψιθύριζε κάτι στο αυτί κι εκείνος έμοιαζε να παίρνει ένα ύφος ανακούφισης.Το αντίστροφο, μάλλον, δε θα έπρεπε να συμβαίνει? Μάλλον... αλλά μου άρεσε αυτό το απροστάτευτο που έβγαλε εκείνη την ώρα αυτός ο άντρας. Και μου άρεσε να βλέπω τα λιγνά δάκτυλα της κοπέλας να πασπατεύουν τα μαύρα του μαλλιά.
«Τον αγαπάει» αποφάσισα. «Αλλά εκείνος? Τι να χρειάζεται περισσότερο εκείνος, ερωμένη ή μάνα?»
Κάμποσα μέτρα παραπάνω, στο σταθμαρχείο του τρόλεϊ, είχαν συγκεντρωθεί οι οδηγοί και συζητούσαν. Συνήθως μαζεύονται σε ένα καφενεδάκι που υπάρχει απέναντι ή στο πρακτορείο του ΠΡΟΠΟ. Πάντα όταν πηγαίνω να πάρω το τρόλεϊ καραδοκώ να δω από πού θα έρθει ο οδηγός. Αν έρθει απ' το καφενείο του κολλάω την ταμπέλα «ρεμπεσκές». Αν έρθει απ' το πρακτορείο τον λέω «τζογαδόρο». Έχω πάντως παρατηρήσει ότι οι «ρεμπεσκέδες» είναι πιο ευγενικοί από τους «τζογαδόρους». Με το «καλημέρα κοπελιά» και το χαμόγελο στο στόμα μόλις με βλέπουν. Με μάθανε πια κάθε πρωί που φεύγω με το σακίδιο στην πλάτη για νέες περιπέτειες! Παράπονο δεν έχω. Αντίθετα, οι περισσότεροι «τζογαδόροι» έχουν κολλημένη στα μούτρα την ξινίλα όταν σε κοιτάνε, λες και είσαι εσύ η πουτάνα η τύχη τους που δεν τους καταδέχεται.
Κοίταξα το ρολόι μου. Είχε περάσει κάμποση ώρα και οι άνθρωποι δειλά-δειλά άρχιζαν να επιστρέφουν στην επισφαλή θαλπωρή των σπιτιών τους. Έπρεπε και να ελέγξουν για ρωγμές ή άλλες ζημιές. Το ράδιο παντόφλα μιλούσε για σοβαρές ζημιές σε σπίτια σε κάποιες περιοχές και για ανθρώπινα θύματα. Ήταν και οι τηλε-ειδήσεις και τα τηλε-παράθυρα και οι τηλε-περσόνες και κάτι σίριαλ της συμφοράς που δεν έπρεπε να χαθούν... δεν ήτανε καιρός για ανασφάλειες!
Στα ρουθούνια μου τρύπωσαν γαργαλιστικές οι μυρωδιές από το γωνιακό εστιατόριο και θυμήθηκα πως πεινούσα και πως δεν είχα μαγειρέψει. Ο ιδιοκτήτης του, ένας παχύς άντρας με προγούλι που σκέπαζε όλο του το λαιμό, στεκόταν ανήσυχος στο πεζοδρόμιο.
«Τι τον ενοχλεί άραγε περισσότερο» σκέφτηκα, «οι δονήσεις του εδάφους που σείουν το μικρό κτίριο στο οποίο στεγάζεται το εστιατόριο ή ο φόβος των πελατών που τους κάνει να διστάζουν να μπουν και να παραγγείλουν;»
Προχώρησα προς την κατεύθυνσή του. Κοντοστάθηκα μπροστά στην πόρτα.
«Καλημέρα!» έκανε ο άντρας με βεβιασμένο κέφι. «Το μενού σήμερα, όπως και κάθε μέρα φυσικά, είναι καταπληκτικό!»
Κοίταξα στο εσωτερικό μια βιτρίνα στην οποία ήταν βαλμένα κάμποσα μισογεμάτα ταψιά. Ντομάτες γεμιστές, κρέας λεμονάτο, κρέας κοκκινιστό, ρύζι, μακαρόνια, κρέας με κολοκυθάκια. Αυτά τα τελευταία κυρίως μου κέντρισαν την προσοχή. Κάτι μικρά, κοκκινοπράσινα πράγματα, σαν κατσιασμένα, σαν άνοστα ξυλάγγουρα. Πού τα κολοκυθάκια του μακαρίτη του παππού μου που τα ‘φερνε στο χωριό πρωί-πρωί φρεσκοκομμένα και τα ‘βαζε πάνω στο νεροχύτη της κουζίνας και μοσχοβολούσε ο τόπος.
«Τρύφος είναι» χαμογελούσε η γιαγιά κι έπιανε να κόψει τις κολοκυθοκορφάδες, να τις καθαρίσει, να τις βουτήξει στο κουρκούτι και να τις τηγανίσει στο καυτό λάδι κι έπλενε καλά-καλά στο τρεχούμενο νερό τα κολοκύθια για να τα κόψει και να φτιάξει μπριάμι ή κολοκυθοφουρτάλια ή κολοκυθάκια με το κρέας ή γεμιστά με ρύζι, κιμά και σάλτσα αυγολέμονο.
«Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν πεινάω» μουρμούρισα στον εστιάτορα κατσουφιάζοντας κι έφυγα κακίζοντας για άλλη μια φορά τη σκρόφα την κολοζωή...
0 σχόλια:
Post a Comment