Αφορμή για τούτη την ανάρτηση, στέκονται κάποια σχόλια που έλαβα στην προηγούμενη.
Είναι που πιστεύω πως είναι εξαιρετικά άδικο να χρεώνεται κάποιος
με φειδωλά αισθήματα
πολύ περισσότερο όταν το κριτήριο για τούτο είναι η εθνική του καταγωγή.
Έχω μία διαστροφική σχεδόν εμμονή με την παρατήρηση του κόσμου.
Η δική μου συλλογή από τη ζωή στη γη
-πέρα από γνώσεις κι εμπειρίες-
περιλαμβάνει αμέτρητες ιστορίες ανθρώπων,
που ούτε καν φαντάζονται πόσο πολύ τις έχω δουλέψει μέσα μου
και πόσο πολύ τις έχω νιώσει.
Θα σας εμπιστευτώ λοιπόν μια από αυτές τις ιστορίες,
πέρα για πέρα αληθινή,
η οποία μου ήρθε στο νου διαβάζοντας τα σχόλιά σας.
Πρωταγωνιστές της ένας Παλαιστίνιος, ας πούμε πως τον έλεγαν Άιμαν,
και μία Ελληνίδα, ας πούμε πως την έλεγαν Άννα.
Θα δείτε, πως είναι επισφαλές
να χρεώνουμε τη Δύση μόνο με αυτά που χαρακτηρίζονται
ως φειδωλά αισθήματα
και που δεν είναι καθόλου τέτοια...
Την Άννα και τον Άιμαν, τους γνώρισα την ίδια περίπου χρονική περίοδο που γνώρισα και τον άντρα μου, στο αναγνωστήριο της Πανεπιστημιακής Λέσχης, στην Ιπποκράτους. Ήταν δύο νέοι άνθρωποι πάρα πολύ ερωτευμένοι. Έβλεπες τη σπίθα στα μάτια τους. Ήταν όμως και πάρα πολύ διαφορετικοί. Όχι τόσο στην ανθρώπινη ουσία τους μα περισσότερο σαν "προϊόντα" του διαμετρικά αντίθετου τρόπου με τον οποίο είχαν μεγαλώσει.
Εκείνος ένας ψηλός, μελαχρινός άνδρας, με κατάμαυρα μάτια που σπίθιζαν. Εκείνη μια πληθωρική, όμορφη Ελληνίδα, μ' ένα χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο στρογγυλό της πρόσωπο.
Οι άνθρωποι της ανατολής είναι πολύ περισσότερο ταγμένοι σε κείνο που ονομάζουμε "χρέος" και "καθήκον", απ' όσο νομίζουμε. Κι έτσι, όταν κάποια στιγμή ο Άιμαν τελείωσε τις σπουδές του στη Νομική, βρέθηκαν οι δυο τους αντιμέτωποι με το μεγαλύτερο δίλημμα που τους είχε προβάλει ως τότε η ζωή: να μείνουν μαζί ή να χωρίσουν.
Εκείνος έπρεπε να φύγει. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας σε ένα χωριό κοντά στα Κατεχόμενα εδάφη της Παλαιστίνης, όπου η ζωή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτή η οικογένεια είχε στηρίξει την επιβίωσή της στην επαγγελματική αποκατάσταση του πρωτότοκου και γι' αυτό το λόγο άλλωστε είχε "επενδύσει" στις σπουδές του στο εξωτερικό.
Στην Ελλάδα λοιπόν δε μπορούσε να μείνει. Η επόμενη επιλογή ήταν να την πάρει μαζί του. Όμως, ο τόπος καταγωγής του ήταν πολύ "σκληρός" για μια γυναίκα. Αν η Άννα κατέβαινε μαζί του κάτω, θα έπρεπε να υποστεί όλους τους περιορισμούς που υφίσταντο οι γυναίκες εκεί. Να φορέσει κελεμπία και μαντήλι, να μένει κλεισμένη στο σπίτι, να ξεχάσει κάθε όνειρο για επαγγελματική αποκατάσταση, να υπακούει τυφλά στις προσταγές των αρσενικών μελών της οικογένειας και άλλα πολλά και εν πολλοίς γνωστά.
Της τα εξήγησε όλα αυτά. Μα εκείνη δεν ήθελε να τα δεχτεί. Δεν τα έβλεπε ως εμπόδια στην ευτυχία τους. Έκλαιγε, φώναζε... διεκδικούσε το αντικείμενο του πόθου της. Εκείνος πάλι, το έβλεπε καθαρά, το να την πάρει μαζί του θα ήταν ως να την οδηγεί στον όλεθρο. Μια γυναίκα μορφωμένη, δυναμική και ανεξάρτητη όπως εκείνη, θα ήταν καταδικασμένη σε ένα μικρό, μουσουλμανικό χωριό, όπως το δικό του. Θα γινόταν δυστυχισμένη κι ο έρωτάς της έπειτα από λίγο καιρό θα μετατρεπόταν σε μίσος.
Όταν είδε πως η φωνή της λογικής δεν εισακουόταν, της είπε ψέμματα. Πως δεν την ήθελε πια, πως δεν την αγαπούσε. Πως όλα τα επιχειρήματα που είχε ως τότε χρησιμοποιήσει για να χωρίσουν, δεν ήταν παρά απλές προφάσεις, γιατί δεν ήθελε να την πληγώσει. Εκείνη θύμωσε πολύ, μα εν τέλει το αποδέχτηκε. Κανένας μας δεν μπορούσε να ξέρει τότε αν ο Άιμαν έλεγε ψέμματα ή αλήθεια.
Χώρισαν τη μέρα ακριβώς που έφευγε για την πατρίδα του. Είχε διαλέξει τους τίτλους του τέλους και είχε φροντίσει να το κάνει για εκείνην όσο πιο ανώδυνο γινόταν. Με βάση τη δική μας, υποκειμενική λογική, θα έπρεπε είτε να μείνει στην Ελλάδα, αθετώντας το λόγο που είχε δώσει στους γονείς του και τα αδέλφια του όταν ήλθε, πράγμα το οποίο δεν του το επέτρεπε η ιδιοσυγκρασία του, διότι κι εκείνους τους αγαπούσε πολύ, είτε να πάρει την Άννα μαζί του και να την υποχρεώσει να συνηθίσει τον τρόπο ζωής του και τους περιορισμούς που εκείνος αναγκαστικά επέβαλε.
Ίσως κάποιος να αναρωτηθεί, μα δεν θα μπορούσαν να κατέβουν μαζί και να μην ακολουθήσουν όλους αυτούς τους περιοριστικούς κανόνες; Η απάντηση είναι "όχι". Κατηγορηματικά όχι. Διότι υπάρχουν κάποιες γωνιές της γης, στις οποίες η κοινωνία είναι αμείλικτα σκληρή με τους "αποστάτες".
Κι έτσι ο Άιμαν δε διάλεξε ούτε το ένα ούτε το άλλο...
. . .
Τον συνάντησα τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ένα φιλικό σπίτι στη Ναζαρέτ. Η Άννα είχε συνεχίσει τη ζωή της και ήταν ήδη παντρεμένη και έγκυος στο πρώτο της παιδί. Είχα μιλήσει μαζί της αρκετές φορές. Είχε φροντίσει να ξεκόψει απ' τις παλιές παρέες που της θύμιζαν τον χαμένο της έρωτα κι έμοιαζε ήρεμη κι ευτυχισμένη.
Η πρώτη ερώτηση του Άιμαν, μετά τα αρχικά καλωσορίσματα, ήταν "Τι κάνει η Άννα;" Καθίσαμε σε ένα απόμερο καναπεδάκι του σαλονιού και μέσα στην οχλαγωγία που επικρατούσε, έγινα κοινωνός των συναισθημάτων που τον βασάνιζαν όλα αυτά τα χρόνια. Έμαθα πως εκείνος δεν την είχε ξεπεράσει ακόμη, παρόλο που ήταν αρραβωνιασμένος κι ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Πως εκείνο που τον είχε οδηγήσει στο ψέμα ήταν ακριβώς η αγάπη του για εκείνη, και η ανάγκη του να βάλει την δική της ευτυχία πάνω από τη δική του. Χάρηκε όταν του είπα τα νέα της και πως είναι καλά. Και το μόνο που στο τέλος φανέρωσε το μέγεθος της ρωγμής που είχε μέσα του, ήταν μια φράση ειπωμένη με σιγανή, τρεμάμενη φωνή. "Ίσως έκανα λάθος. Ίσως έπρεπε να έχω μείνει στην Ελλάδα και να παλέψω για την αγάπη της..."
Και ίσως να 'ναι κι έτσι. Ποιος μπορεί εν τέλει να προσδιορίσει ασφαλώς το λάθος και το σωστό; Και ποιος μπορεί να καταδικάσει έναν Άιμαν ή μία Liz, όταν λένε: "I'm dying for you but never gonna let you know..."?
0 σχόλια:
Post a Comment