Searching...
18 May 2011

Mικρές ιστορίες ανθρώπων: μια παράξενα συνηθισμένη μέρα.


1994. Φθινόπωρο.

Με βρήκε το απόγευμα σήμερα να στέκομαι στη στάση του 221 περιμένοντας το λεωφορείο. Οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν μπροστά μου κατσούφηδες, όπως κάθε μέρα. Κάποιοι μου φαίνονταν εντελώς σαστισμένοι. Μόλις κατέφτασε το λεωφορείο άνοιξαν οι πόρτες για να κατέβουν οι επιβάτες που ήταν στην πλειοψηφία τους φοιτητές. Μπήκα μέσα, ακύρωσα το εισιτήριό μου και κάθισα σε ένα από τα πίσω καθίσματα. 
Σήμερα το απόγευμα θέλησα να μείνω μόνη. Ολομόναχη. Έτσι, για αλλαγή. 
Αναστέναξα κουρασμένα. Δύσκολη μέρα. Δουλειά, πανεπιστήμιο... κι έπρεπε να πάω στο αναγνωστήριο να ετοιμάσω την εργασία για το επόμενο εργαστήριο της φυσικής. Όταν το λεωφορείο έφτασε επιτέλους στην Ακαδημίας σχεδόν με είχε πάρει ο ύπνος. 
Κατέβηκα μισοκοιμισμένη και κατευθύνθηκα της την Πανεπιστημιακή Λέσχη. Προτίμησα ν’ ανέβω στο δεύτερο όροφο απ’ τις παλιές, μαρμάρινες σκάλες γιατί έξω απ’ το ασανσέρ ήταν μαζεμένα καμιά δεκαριά άτομα που περίμεναν. Χαμογέλασα με την υπομονή τους να περιμένουν πάντα τόση ώρα το ασανσέρ. Από τις σκάλες φτάνω πάντα πιο γρήγορα. Έσπρωξα την βαριά πόρτα και κοίταξα την τεράστια αίθουσα που απλωνόταν μπροστά στα μάτια μου. Ο χώρος εκεί ήταν πολύ ζεστός και βρώμαγε κλεισούρα. Ο κλιματισμός δούλευε απ’ το πρωί και κανένας δεν άνοιγε ένα παράθυρο για ν’ αεριστεί λίγο το μέρος, για να μην παγώσει. Κοίταξα κάμποσα κεφάλια, που αγνοώντας την παρουσία μου, ήταν απορροφημένα απ’ τη μελέτη. Υπήρχαν ακόμα άδειες θέσεις.
Κάθισα βαριά σε μια καρέκλα κι άνοιξα τα βιβλία μου. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στις γραμμές που περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μου μα ήταν αδύνατο. Περνούσαν και με κορόιδευαν βγάζοντάς μου τη γλώσσα. Οι σελίδες χόρευαν και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τις σταματήσω. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα ολόγυρά μου. Ένιωθαν άραγε κι οι άλλοι όπως εγώ ή πράγματι ήταν αφοσιωμένοι στη μελέτη; Διέκρινα μερικά αφηρημένα βλέμματα. Ευτυχώς. 
Έσμιξα τα φρύδια. Ήταν πολύ ήσυχα εκεί μέσα. Με λίγη προσοχή μπορούσα ν’ ακούω την ανάσα του διπλανού να βγαίνει πνιχτή κι ανυπόμονη. Οι εξετάσεις πλησιάζουν –για τις φυσιολογικές σχολές τουλάχιστον– και πρέπει με κάθε τρόπο να ξεμπερδέψω με τα εργαστήρια, αν η κατάληψη διακοπεί σε δυο-τρεις μέρες θα πρέπει να έχω ετοιμάσει τις εργαστηριακές ασκήσεις. Εκείνος ο νεαρός με τα γυαλιά, που πριν λίγο διάβαζε αναπόσπαστος, είχε σηκώσει το κεφάλι και κοίταζε με μισόκλειστα μάτια έξω απ’ το παράθυρο. Έβαλε το χέρι στην τσέπη  κι έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. Πήρε ένα κι έσκυψε απότομα το κεφάλι σα να θυμήθηκε κάτι πολύ σοβαρό. Το κράτησε με τα δυο του δάχτυλα και το παρατήρησε με προσοχή. Διάβασε τη μάρκα που ήταν γραμμένη στο πλάι. Έφερε το φίλτρο κοντά στη μύτη του γυρίζοντάς το. Μηχανικά έπιασε με το άλλο του χέρι τον αναπτήρα. Τον κοίταξε παραξενεμένος. Φαίνεται δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πως το γκάζι είχε σχεδόν τελειώσει. Άγγιξε με το ένα του δάχτυλο το βιβλίο που ήταν πάνω στο τραπέζι, σπρώχνοντάς το προς το μέρος του. Μάλλον ήταν δίγνωμος, δεν ήξερε αν έπρεπε να  συνεχίσει το διάβασμα ή να βγει έξω να καπνίσει. Χαμήλωσε τα μάτια και διάβασε την επιγραφή στο πλάι του πακέτου. Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους σπρώχνοντάς το μακριά κι έχωσε τα δάχτυλα μες τα μαλλιά του. Όταν συνειδητοποίησε πως τον παρατηρούσα, σήκωσε το κεφάλι ενοχλημένος. Ύστερα το χαμήλωσε ξανά πάνω απ’ το βιβλίο του. Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Σηκώθηκε με θόρυβο απ’ την καρέκλα, πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα πατώντας το με μανία, πήρε το πακέτο απ’ το τραπέζι, το τσαλάκωσε με μίσος και το ’ριξε στα σκουπίδια. Στράφηκε γρήγορα προς την πόρτα και χάθηκε σαν κυνηγημένος.
Χωρίς να ξέρω γιατί, χάρηκα μ’ αυτή την κίνηση. Σηκώθηκα και πήγα προς τα σκουπίδια. Βρήκα το πακέτο και διάβασα την επιγραφή στο πλάι του. «ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ: ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ». Και ποιος χέστηκε τι λέει το Υπουργείο Υγείας! Άνοιξα το πακέτο και το μύρισα. Ήμουν η τελευταία στον κόσμο που θα μπορούσε να δώσει σημασία σε αυτή την προειδοποίηση αφού εξακολουθούσα να καπνίζω σα φουγάρο. Στο διάδρομο ακούστηκε φασαρία. Μια παρέα γελούσε με κάποιον που, βγαίνοντας από το ασανσέρ, κουτούλησε στην πόρτα. Φτάνοντας στη μεγάλη, δίφυλλη πόρτα της αίθουσας, έβγαλα το κεφάλι μου έξω και τον είδα να με κοιτάζει κατακόκκινος απ’ τα νεύρα και την ντροπή. Ήταν το αγόρι που είχε φύγει λίγο πριν από την αίθουσα. Κατευθύνθηκα προς το μέρος του, με το τσαλακωμένο πακέτο στην ανοιχτή μου παλάμη, κοιτώντας τον ερωτηματικά.
«Ο πατέρας μου» ψέλλισε ξεψυχισμένα σχεδόν, «πεθαίνει. Ακούς; Πεθαίνει… οι γιατροί του δίνουν το πολύ ένα-δυο μήνες ζωή. Έχει καρκίνο του πνεύμονα…»
«Κάπνιζε;» ρώτησα αμήχανα, απροετοίμαστη να δεχτώ το βάρος της αποκάλυψής του.
«Σαν αράπης!» Η τελευταία κουβέντα ακούστηκε σαν ένας μακρόσυρτος λυγμός ή σαν καθυστερημένος θρήνος. Τινάχτηκε απότομα και, δίχως να προσθέσει τίποτε άλλο, έτρεξε προς τη μεγάλη αίθουσα. Γύρισε στη θέση του και τούτη τη φορά αφοσιώθηκε στη μελέτη. Εξάλλου, μάλλον δεν του είχε απομείνει και κάτι καλύτερο να κάνει. Γύρισα κι εγώ στη θέση μου. Αισθάνθηκα πως έπρεπε να επανορθώσω. Έσκυψα το κεφάλι πάνω απ’ τα βιβλία. Τούτη τη φορά ήταν λίγο καλύτερα.
Λίγη ώρα αργότερα, κουρασμένη ήδη απ’ την προσπάθεια συγκέντρωσης, άνοιξα το εξώφυλλο ενός απ’ τα βιβλία μου και κοίταξα το λευκό χαρτί, άγραφο ακόμη, να με προκαλεί. Έκανα ένα γύρο τη ματιά μου στην αίθουσα. Εντόπισα μια κοπέλα με τα μαλλιά ανασηκωμένα ψηλά στο κεφάλι της να διαβάζει σκυφτή ένα χοντρό εγχειρίδιο ιατρικής. Πήρα ένα μολύβι, στρογγύλεψα τη μύτη του χαράζοντας έντονες γραμμές στην άκρη του λευκού χαρτιού και βάλθηκα να τη σκιτσάρω. Παρατηρούσα με προσοχή τα χαρακτηριστικά της έτσι όπως φαίνονταν απ’ το πλάι. Μερικές τούφες που ‘χαν ξεφύγει απ’ τον κότσο πέφτοντας ακατάστατες πάνω απ’ τα μικροσκοπικά αφτιά –σαν μινιατούρες μου έμοιασαν–, τη μύτη που ανασηκωνόταν με μια ελαφριά αναίδεια, το μέτωπο που καμπύλωνε στο πάνω μέρος, εκεί που άρχιζαν να φυτρώνουν τα μαλλιά. Είχα σχεδόν τελειώσει το σκίτσο μου, αρκετά ευχαριστημένη ήμουν με το αποτέλεσμα, όταν αίφνης διαπίστωσα πως μια ισχνή κοπέλα με μακρουλό πρόσωπο και μύτη υπερβολικά μεγάλη για τις διαστάσεις της, στεκόταν θυμωμένη μπροστά μου, με το ένα χέρι στη μέση και το άλλο ελαφρά ανασηκωμένο σε στάση επίθεσης. Την κοίταξα ερωτηματικά.
«Θέλετε κάτι;»
«Εγώ; Εσείς αναρωτιέμαι αν θέλετε κάτι από μένα!» έκανε αγανακτισμένη σχεδόν, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σε κάποια όρια κοσμιότητας και ευπρέπειας ώστε να μην ενοχλήσει αυτούς που διάβαζαν. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου αδυνατώντας να καταλάβω για ποιο πράγμα μιλούσε.
«Παρακαλώ;»
«Τόση ώρα με κοιτάτε περίεργα, επίμονα θα έλεγα, αποσπώντας μου την προσοχή. Μπορώ να ξέρω το λόγο;»
Η απορία μου μετατράπηκε σε έκπληξη. Καν δεν την είχα δει κι αυτή ισχυριζόταν πως την παρατηρούσα επίμονα. Χαμήλωσα το κεφάλι στο σχέδιο που είχα φτιάξει και ξαφνικά κατάλαβα.
«Πού κάθεστε;»
Σήκωσε ανυπόμονα το χέρι της και μου έδειξε μια θέση μπροστά απ’ την κοπέλα που σχεδίαζα, πάνω στην ευθεία που με ένωνε μ’ εκείνη.
«Έτσι εξηγείται…» χαμογέλασα χαιρέκακα έτοιμη να της τη φέρω. «Όλη αυτή την ώρα δεν κοιτούσα εσάς, αλλά την κοπέλα που κάθεται πίσω σας!» απάντησα και με μια κίνηση θριάμβου της έδειξα το σχέδιο. Πάνιασε μόλις το αντίκρισε. Τα μάτια της βάλθηκαν να χοροπηδάνε δεξόζερβα, να στυλώνονται για μια στιγμή στο σχέδιο, έπειτα στην κοπέλα, έπειτα στο πρόσωπό μου και πάλι απ’ την αρχή. Θα πρέπει να αισθάνθηκε πολύ άσχημα με το πάθημά της γιατί έμεινε στην ίδια θέση υπερβολικά πολλή ώρα, ανίκανη ν’ αρθρώσει οτιδήποτε. Ξεροκατάπιε κάμποσες φορές, ξερόβηξε άλλες τόσες και στο τέλος ψελλίζοντας ένα «Συγγνώμη για την ενόχληση… δεν κατάλαβα…» έτρεξε στη θέση της, μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της κι εξαφανίστηκε σαν κυνηγημένη απ’ τη βαριά τζαμόπορτα. Κούνησα μειδιώντας το κεφάλι. Κι αν υποθέσουμε πως πράγματι κοιτούσα εκείνη, τι ήταν αυτό που τη θύμωσε τόσο πολύ, η υποτιθέμενη αδιακρισία μου, η δική της αδυναμία να ελέγξει την αμηχανία της, η ευθιξία, η χαμηλή της αυτοεκτίμηση, ο τοίχος που την χώριζε απ’ τον κόσμο ή –όπως έχω παλιότερα εικάσει– η ντροπή; Δύσκολο να εξακριβώσει κανείς την αφετηρία των ανθρώπινων αντιδράσεων. Οπωσδήποτε πάντως, η ιλαρότητα που μου δημιούργησε αυτό το επεισόδιο μου έδωσε ένα αναπάντεχο έρεισμα για να αφοσιωθώ στην εργασία για την οποία είχα καταφύγει εκεί.
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Απορροφημένη στη μελέτη ξέχασα τα πάντα. Κάποια στιγμή πετάχτηκα πάνω. Σε λίγο το αναγνωστήριο θα έκλεινε κι έπρεπε να φύγω, να επιστρέψω στο σπίτι. Κοίταξα ολόγυρα. Η αίθουσα είχε αδειάσει. Μάζεψα απρόθυμα τα πράγματά μου κι έφυγα. Έξω είχε απλωθεί μια παγωμένη νύχτα. Έφερα στο μυαλό μου το νεαρό που πέταξε τα τσιγάρα. Έψαξα αποφασιστικά στην τσέπη μου, πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα, το τσαλάκωσα βίαια και το πέταξα. Κάποτε έπρεπε ν’ απεξαρτηθώ απ’ ό,τι με κρατούσε δέσμια, απ’ ό,τι δεν μπορούσα να κρατήσω κάτω απ’ τον πλήρη έλεγχό μου. 
Κατέβηκα αργά τις κυκλικές σκάλες. Ο θυρωρός ήταν ακόμη εκεί, καθισμένος μέσα στο γυάλινο δωματιάκι του. Απ’ τις αίθουσες του ισογείου ακουγόταν παραδοσιακή μουσική. Εκείνη την ώρα είχε εξάσκηση το χορευτικό τμήμα του Πανεπιστημίου. Βγήκα στο δρόμο. Ένα ψυχρό ρεύμα που κατέβαινε απ’ την Ιπποκράτους με ανάγκασε να φορέσω το πανωφόρι μου. Άνθρωποι κουκουλωμένοι περίμεναν όρθιοι στη στάση του τρόλεϊ. Κάποιος έτρεχε να προλάβει το ταξί που περίμενε σταματημένο λίγο παρακάτω. Διαβάτες διέσχιζαν βιαστικοί το φανάρι της Πανεπιστημίου. Βάδισα αφηρημένα στο πεζοδρόμιο ρίχνοντας περιφρονητικές ματιές στις βιτρίνες.
«Καλώς ήρθατε στο βασίλειο του καταναλωτισμού» είπα χαμογελαστή σε δυο κοπέλες που χάζευαν τη βιτρίνα ενός καταστήματος με γυναικεία είδη. Εκείνες γύρισαν και με κοίταξαν παραξενεμένες αλλά δεν πρόλαβαν να απαντήσουν,  είχα κιόλας προχωρήσει παρακάτω.
Σταμάτησα στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου κοιτάζοντας αφηρημένα τα βιβλία. Στο τέλος αποφάσισα να μπω μέσα.
«Καλησπέρα σας» με υποδέχτηκε ευγενικά ο υπάλληλος. «Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»
«Ευχαριστώ πολύ, μια ματιά θέλω να ρίξω μόνο.» του χαμογέλασα κάνοντας γούστο το μούτρο του, ολοστρόγγυλο και κατακόκκινο σαν, κομμένο στη μέση, καρπούζι.
«Όπως επιθυμείτε. Μόνο, λίγο γρήγορα σας παρακαλώ. Ξέρετε, κλείνουμε σε δέκα λεπτά.»
«Ω, μην ανησυχείτε» απάντησα με τη σειρά μου, «αν δεν έχω καταλήξει σε πέντε λεπτά, πάει να πει πως δε θα πάρω τίποτα!»
Έκανα ένα γύρω στο μαγαζί διαβάζοντας φωναχτά τους τίτλους των βιβλίων. Τίποτα που να μ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή αναπήδησα ενθουσιασμένη.
«Ο γέρος και η θάλασσα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Να ένα βιβλίο που θα ήθελα πολύ να διαβάσω και που πάρα πολύ κακώς δεν έχω ακόμη διαβάσει!» ξεφώνισα σχεδόν, γυρνώντας στον έκπληκτο υπάλληλο. «Μου θυμίζει, ξέρετε, ένα γέρο ψαρά, φίλο μου, που μου άρεσε να τον φωνάζω παππού και που πήγε ν’ ανταμώσει τις γοργόνες του στο βυθό της θάλασσας…» Απ’ το ύφος του κατάλαβα πως σκεφτόταν ότι κι εγώ δεν πήγαινα πίσω στην τρελαμάρα! Τόσα χρόνια πωλητής σε τούτο το βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης και τι δεν θα είχανε δει τα μάτια του! Χάιδεψα το εξώφυλλο του βιβλίου για λίγα δευτερόλεπτα. Δε χρειάστηκε να σκεφτώ παραπάνω. Πλήρωσα κι έφυγα βιαστικά πριν το μετανιώσω και βρεθώ σε δίλημμα.
Περπάτησα κάμποση ώρα. Φτάνοντας στο Πεδίο του Άρεως παρατήρησα έναν πλανόδιο που έψηνε καλαμπόκι και κάστανα. Η μυρωδιά τρύπωσε στα ρουθούνια μου γαργαλιστική. Ήμουν ξελιγωμένη απ’ την πείνα. Αγόρασα ένα καλαμπόκι και κάθισα στο διπλανό παγκάκι για να το φάω. Έπειτα πήρα απ’ το περίπτερο ένα μπουκαλάκι νερό και το ήπια μέχρι την τελευταία σταγόνα. Βάδισα προς τη αφετηρία που βρισκόταν εκεί κοντά κι ανέβηκα στο πρώτο λεωφορείο που έφυγε. Σπαταλούσα άσκοπα την ώρα μου μα δεν είχα και τίποτα καλύτερο να κάνω. Είπαμε, σήμερα θέλησα να μείνω μόνη.
Λογικά θα έπρεπε να μπω σαν καλό παιδί στο τρόλεϊ, να κατέβω στο τέρμα και να πάω ήσυχα-ήσυχα στο σπίτι μου. Λογικά. Όμως αντί για όλ’ αυτά, καθόμουν στο πίσω κάθισμα ενός λεωφορείου με άγνωστη κατεύθυνση. Με πήρε πάλι ο ύπνος. Τι βραχνάς κι αυτός, ν’ αποκοιμιέμαι σχεδόν κάθε φορά που έμπαινα σε λεωφορείο και να ξυπνάω δυο στάσεις παρακάτω από κει που έπρεπε να κατέβω! Ξύπνησα όταν η πίσω ρόδα του λεωφορείου έπεσε σε μια λακκούβα και τα καθίσματα τραντάχτηκαν δυνατά. Ένιωσα την ατμόσφαιρα εκεί μέσα βαριά. Κοίταξα έξω αλλά δεν είδα τίποτε γνώριμο. Πετάχτηκα πάνω, χτύπησα το κουδούνι στον οδηγό και κατέβηκα στην επόμενη στάση. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν.  Βλαστήμησα τον εαυτό μου που δεν είχα ούτε καν την πρόνοια να ρωτήσω τον οδηγό πριν κατέβω αλλά σε λίγο το μετάνιωσα. Ε, και λοιπόν; Η νύχτα είχε απλώσει τα πέπλα της για τα καλά κι εγώ είχα απλά χαθεί. Δεν ήταν και το τέλος του κόσμου! Πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο και λίγα μέτρα πιο κάτω διέκρινα τη στάση της επιστροφής.
Κάθισα στο παγκάκι και περίμενα. Πάνω απ’ το κεφάλι μου άναβε η λάμπα του δρόμου. Τα χέρια μου φαίνονταν πολύ άσπρα στο φως της. Άφησα στο πλάι τα βιβλία και βάλθηκα να τα εξετάζω απ’ τους καρπούς ως τις άκρες. Λοιπόν, ώρες - ώρες, νιώθω να αγαπάω πολύ τα χέρια μου. 
Απέναντι απ’ τη στάση υπήρχε ένα χαμόσπιτο. Ήταν αρκετά σκοτεινά κείνη την ώρα μα στο φως της μέρας θα πρέπει να φαινόταν κάτασπρο. Η σκεπή του, απ’ τη μια μεριά ήταν έτοιμη να βουλιάξει. Στην αυλή του πρασίνιζαν δυο μεγάλα παρτέρια και κάμποσες γλάστρες με γαριφαλιές. Ένας κισσός προσπαθούσε να σκαρφαλώσει ως τη στέγη ενώ, απ’ την άλλη μεριά, ήταν δεμένα μερικά σκοινιά για το άπλωμα των ρούχων. Απ’ το σαραβαλιασμένο πορτάκι ξεκινούσε ένας πετρόστρωτος διάδρομος που  κατέληγε σε τρία στραβά σκαλοπάτια. Πάνω τους βάραινε μια παλιά, ξύλινη πόρτα. Κοίταξα ξανά τη στάση και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι όλη αυτή την ώρα δεν είχα διανοηθεί καν να ρωτήσω ένα χριστιανό πού στην ευχή βρίσκομαι! Ένας αθέλητος φόβος με μούδιασε. Κι αν δεν περνούσε άλλο λεωφορείο; Ήταν ήδη αρκετά αργά.
Μέσα απ’ τα ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού είδα φως. Λογάριασα να πάω μέχρι εκεί και να ζητήσω πληροφορίες. Έτρεξα γρήγορα απέναντι, έσπρωξα το πορτάκι και μπήκα στην αυλή. Ρίχνοντας μια ματιά στο κουδούνι διάβασα «Κος Ηλίας Ν.» Έσκυψα στο παράθυρο και είδα ένα γεροντικό κεφάλι με λιγοστά μαλλιά και μια μεγάλη, στραβή μύτη να κοιτάζει αφηρημένα κάπου στο βάθος. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Ήταν τόσο απόλυτη η γαλήνη που είχε απλωθεί στο πρόσωπό του που δεν ήθελα να τον ενοχλήσω. Εξάλλου, δεν ήθελα παρτίδες με κάποιον που τον λέγανε «Κο Ηλία Ν.»! Δεν έχω εξήγηση για αυτό. Γιατί έτσι!
Γύρισα πίσω και ξανακάθισα στο παγκάκι. Άνοιξα το βιβλίο που είχα αγοράσει. Η σκιά του κεφαλιού μου έπεφτε πάνω στις σελίδες του και μ’ εμπόδιζε να ξεχωρίσω μ’ ευκολία τα γράμματα. Τα μάτια μου άρχιζαν να πονούν. Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα το ρολόι μου. Ήμουν μισή ώρα εκεί, στη μέση του πουθενά, δεν περνούσε λεωφορείο ούτε για δείγμα και βαριόμουν μέχρι θανάτου. Λογικό ήταν! «Αχ», ευχόμουν ολόψυχα, «ας περάσει κάποιο λεωφορείο...» Τα αυτοκίνητα που περνούσαν σποραδικά με εκνεύριζαν αφόρητα. Πόσο θα ήθελα να επιβιβαζόμουν σε ένα απ’ αυτά και να ‘φευγα από κει! Φοβόμουν όμως, με τόσα που άκουγα να γίνονται τον τελευταίο καιρό. Τις προάλλες, ένας τύπος, πήρε μια κοπέλα απ’ τη στάση του λεωφορείου και την επόμενη μέρα τη βρήκαν στα νταμάρια του Γαλατσίου βιασμένη και δολοφονημένη. Ένα ρεύμα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου. Έκανα τις κατάλληλες σκέψεις στο κατάλληλο μέρος!
Από το σπίτι που βρισκόταν λίγο πιο κάτω είδα να βγαίνει ένας πιτσιρίκος, κλωτσώντας μια ξεφούσκωτη, ταλαιπωρημένη μπάλα. Η μπάλα, βρώμικη, κυλούσε αθέλητα μπροστά. Αγκομαχούσε, έσερνε την κοιλιά της στο πλακόστρωτο μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Περιοριζόταν να ξεφυσάει με παράπονο κάθε φορά που το πόδι του αγοριού έπεφτε με ορμή πάνω της. Σηκωνόταν τότε λίγο, έκανε μερικές στροφές στον αέρα κι έπειτα έπεφτε πάλι μ’ ένα χτύπο στο πεζοδρόμιο, συνεχίζοντας το ταξίδι της. Αναρωτήθηκα τι έκανε το παιδί τέτοια ώρα μέσα στο δρόμο αλλά μετά σκέφτηκα τη δική μου κατάσταση και αποφάνθηκα πως δεν ήμουν δα και η μοναδική λοξή του κόσμου!
Η ώρα περνούσε κι ο φόβος έπαιρνε διαστάσεις πανικού στο κεφάλι μου. Κι αντί να πάω μέχρι το σπίτι και να προσπαθήσω να βρω λύση στο πρόβλημα, καθόμουν και παρατηρούσα το αγόρι. Κάποια στιγμή νευρίασε κλοτσώντας τη μπάλα με δύναμη. Κι εκείνη, αγαναχτισμένη, έπεσε στο τζάμι του κύριου Ηλία Ν. σπάζοντάς το σε μικρά κομμάτια. Ο πιτσιρίκος στάθηκε σαστισμένος αναμετρώντας τις συνέπειες της ζημιάς που έκανε. Ο γέρος σηκώθηκε θυμωμένος και πρόβαλε το κεφάλι του απ’ το σπασμένο τζάμι. Μόλις είδε το μικρό, το αίμα έβαψε κόκκινο το πρόσωπό του και άρχισε να φωνάζει θυμωμένος για τα χάλια της νεολαίας και της ρημάδας της κοινωνίας που στον καιρό του ήτανε διαφορετική. Το παιδί μην ξέροντας τι σχέση μπορεί να έχει η παλιά, λασπωμένη του μπάλα με τη ρημάδα κοινωνία, άνοιξε διάπλατα τα, γεμάτα απορία, μάτια του κοιτώντας αυτό το μακρουλό, σα φρατζόλα κεφάλι, τη μεγάλη, στραβή μύτη με τις άσπρες τρίχες να προβάλουν απ’ τα ρουθούνια, τα ξεθωριασμένα μάτια που πετούσαν φωτιές, το σουρωμένο στόμα με τα λιγοστά σάπια δόντια. Το πρόσωπο του παιδιού παραμορφώθηκε σ’ ένα χαιρέκακο χαμόγελο και την επόμενη στιγμή ξανακλώτσησε  τη μπάλα του, με πιότερη δύναμη αυτή τη φορά κι έσπασε και το άλλο τζάμι. Χασκογέλασα ηλίθια με το σκηνικό. Μα που ήταν επιτέλους εκείνο το λεωφορείο;
Λίγο αργότερα, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με μπικουτί στα μαλλιά και μια μακριά, χρωματιστή ρόμπα, βγήκε σκληρίζοντας απ’ το σπίτι που είχε βγει το αγόρι.
«Βρε βρομόπαιδο, πού είσαι;» φώναξε. «Έλα εδώ γιατί θα σου τσακίσω τα κόκαλα! Είναι ώρα για ύπνο τώρα όχι για ποδόσφαιρο!»
Ο μπόμπιρας, παίρνοντας την μπάλα παραμάσχαλα, έτρεξε κοντά της φοβισμένος, χωρίς να βγάλει τσιμουδιά. Τον έπιασε απ’ το αφτί κι άρχισε να τον τραβολογάει προς το σπίτι.
«Δε σου έχω πει να μη βγαίνεις τέτοια ώρα απ’ το σπίτι, ε; Ποια είμαι εγώ όταν μιλάω; Θα σε λειώσω, ληστή!» φώναζε αγνοώντας τις φωνές του κυρίου Ηλία Ν. που αξίωνε αποζημίωση για τα σπασμένα τζάμια.
Είπα να της φωνάξω και να ζητήσω βοήθεια αλλά το μετάνιωσα ευθύς. Με τη φούρκα που είχε, μπορεί και να έτρωγα καμιά ανάζερβη! Ξαναχαμογέλασα, μάλλον με την εκδοχή της ανταπάντησης που θα έπαιρνε η γυναίκα στην ανάζερβη. «Μωραίνει Κύριος…». Κοίταξα πάλι το ρολόι μου. Ήμουν βέβαιη πως θα έβγαζα τη νύχτα στο παγκάκι. Όχι τίποτε άλλο δηλαδή, αλλά έκανε ένα διαβολεμένο κρύο που έριχνε αυτιά! Η νύχτα ήταν ανέφελη και -όπως συμβαίνει πάντα τις ανέφελες νύχτες και ιδιαίτερα εκείνες που δεν έχουν υγρασία- το έδαφος είχε αρχίσει να παγώνει. Το κρύο τρύπωνε μέσα απ’ τα ρούχα και περόνιαζε τα μέλη μου. Αισθάνθηκα σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα –κάπως καλύτερα, είναι αλήθεια– και καταπιάστηκα να μετράω τα αυτοκίνητα που περνούσαν αραιά και που. 
«Μήπως θα ήταν δόκιμο, εν τέλει, να κάνω ωτοστόπ;», σκέφτηκα για να απορρίψω ευθύς αμέσως αυτή την πιθανότητα. Τουλάχιστον εδώ, αν κάτι τύχαινε, θα είχα την ευκαιρία να τρέξω.
Κι επειδή στη ζωή αυτή «όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει», είδα επιτέλους στ’ αριστερά μου το λεωφορείο να ‘ρχεται. «Νέα Μάκρη-Αθήνα», διάβασα τη φωτεινή επιγραφή, σήκωσα το χέρι και σε λίγο η πόρτα του άνοιξε μπροστά μου. Μπήκα μέσα και κάθισα. Το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο. Ήρθε ο εισπράκτορας να μου βγάλει εισιτήριο.
«Τυχερή είστε δεσποινίς» μου χαμογέλασε εγκάρδια. «Τέτοια ώρα ποτέ δεν έχει δρομολόγια από Νέα Μάκρη προς το Πεδίο του Άρεως. Σήμερα όμως είχαμε αναλάβει την εργολαβία της διακομιδής κάμποσων προσκυνητών απ’ την Κόρινθο για το μοναστήρι του οσίου Εφραίμ και μόλις πριν από λίγο καταφέραμε να τελειώσουμε.»
­«Κι αποφασίσατε να κάνετε υπερωρίες για να καλοπιάσετε το αφεντικό;» Θέλησα ν’ αστειευτώ.
Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς τον οδηγό κι έπειτα γύρισε και μου είπε συνωμοτικά:
«Ξέρετε, το αφεντικό, εννοώ ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου, είναι ο ίδιος ο οδηγός, που τυγχάνει ιδιαίτερα φιλάργυρος. Μια και γυρίζαμε πίσω, αποφάσισε να εξυπηρετήσει ορισμένους επιβάτες για να εξοικονομήσει τα έξοδα της βενζίνης!»
Με ξένισε ο κάπως επιτηδευμένος τρόπος του εισπράκτορα και υπέθεσα –όχι δίχως κάποια ειρωνεία– πως επρόκειτο για κάποιον φέρελπι δικηγόρο που, η απονιά της ζωής, είχε καταδικάσει να εκδίδει εισιτήρια. «Να, λοιπόν» κατέληξα, «που θα πρέπει να ευγνωμονώ τη φιλαργυρία του οδηγού του λεωφορείου, με τον καλλιεργημένο εισπράκτορα, ο οποίος –ως από μηχανής θεός– με εξυπηρέτησε, με απώτατο σκοπό την εξοικονόμηση των εξόδων της βενζίνης!». 
Ένιωθα πολύ κουρασμένη, τα μάτια μου να έκλειναν. Πήρα τα ρέστα που μου έδωσε ο εισπράκτορας, τον ευχαρίστησα ευγενικά και βυθίστηκα στο άνετο κάθισμα. Επιθυμούσα να πέσω σε λήθαργο και να ξεχάσω όλα όσα συνέβαιναν – όμορφα κι άσχημα. 
Απόψε θέλησα να μείνω μόνη. Ολομόναχη. Πλάκα είχε.
«Θα δω ένα όνειρο, σκέφτηκα μια στιγμή πριν με πάρει ο ύπνος, κι ύστερα, αγουροξυπνημένη θα πάρω το δρόμο για το σπίτι. Τι κρίμα να μην έχω φτάσει ως την άλλη άκρη του κόσμου...»

Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!