Searching...
20 May 2011

Μικρές ιστορίες ανθρώπων: Soldier of Fortune.


1990, Χειμώνας.

Το πρωί, ξύπνησα – με το ζόρι σχεδόν – για να πάω στο εργαστήριο της Φυσικής Ι. Η γενική φοιτητική συνέλευση είχε αποφανθεί πως ο άρρωστος έπρεπε να διασωθεί. Άρρωστος ήταν το εξάμηνο – ενδεχομένως και το σύνολο της Ακαδημαϊκής κοινότητας – και η σωτηρία του επεφύετο στην ανεμπόδιστη συνέχισή του, άρα η απόφαση καταπέλτης: η κατάληψη καταψηφίστηκε και κάθε επιπλέον απόπειρα, από μέρους των φοιτητών, παρακώλυσης της ομαλής λειτουργίας της σχολής χαρακτηρίστηκε ως ανώφελη και ύποπτη,  μέχρι την επόμενη συνέλευση φυσικά. Έπρεπε να πάω. 
Μπήκα στο τρόλεϊ καλημερίζοντας μετά βίας το σταθμάρχη που, όπως είχα διαπιστώσει, μου έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία κι ακύρωσα ευσυνείδητα το εισιτήριό μου. Λίγες στάσεις παρακάτω, μπήκε ο ελεγκτής υπάλληλος του ΗΛΠΑΠ για να ελέγξει τα εισιτήρια. Φυσικά δεν είχε τη δέουσα υπομονή να περιμένει να βρω πού είχα καταχωνιάσει το μικρό απόκομμα και επέμενε να μου κόψει πρόστιμο. Αφού του έριξα κάμποσα απολογητικά χαμόγελα, ψάχνοντας ταυτόχρονα σε τσάντες, κασετίνες και τσέπες, έκανα μια απελπισμένη κίνηση με το χέρι δείχνοντας έναν κύριο που με είχε δει να ακυρώνω το εισιτήριο.
«Αν θέλετε ρωτήσετε τον– »
Δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσει καθώς, απ’ το διπλωμένο μανίκι του ανασηκωμένου μου χεριού, το είδα με αγαλλίαση ανάκατη με κείνη την αίσθηση του θριάμβου που δίνει η τελική δικαίωση, να ξεπροβάλει ως από μηχανή θεός, και να πέφτει, αιωρούμενο, στο μεταλλικό πάτωμα.
«Ορίστε λοιπόν! Ευχαριστηθήκατε τώρα;» έκανα και του το έχωσα στα μούτρα ανοίγοντας τα χείλη σε ένα σαρδόνιο χαμόγελο. «Δημόσιοι υπάλληλοι, τι να περιμένει κανείς!» μουρμούρισα.
«Είπατε τίποτα δεσποινίς;»
«Είπα, τελειώνετε κι αφήστε με στην ησυχία μου, αυτό είπα!»
Καθόμουν συνοφρυωμένη στο δερμάτινο κάθισμα χτυπώντας νευρικά το πόδι κάτω και  σκεφτόμουν πως η ζωή είναι γεμάτη από «πρέπει». «Πρέπει» να ακυρώνουμε τα εισιτήρια, «πρέπει» να πληρώνουμε τους λογαριασμούς, «πρέπει» να τρώμε, «πρέπει» να κοιμόμαστε, «πρέπει» να μελετάμε, «πρέπει» να δουλεύουμε, «πρέπει», «πρέπει», «πρέπει»… ένας φαύλος κύκλος.
     Περιέργως δεν είχε πολλή κίνηση στην Αλεξάνδρας. Ούτε πολλούς επιβάτες. Χαλάρωσα λίγο και βάλθηκα να παρατηρώ τις πινακίδες των αυτοκίνητων που περνούσαν. Έχω μια μανία να φτιάχνω αριθμητικές παραστάσεις με τα ψηφία των πινακίδων ώστε να δίνουν αποτέλεσμα ίσο με το 10. 
Στη Σταδίου κατέβηκα απ’ το τρόλεϊ και διέσχισα τον δρόμο προς την Ακαδημίας για να φτάσω εγκαίρως στη στάση του 221. Ήθελα να είμαι στην ώρα μου. Ο επιτηρητής του εργαστηρίου είναι ένας σαρανταπεντάρης άντρας με κυρτωμένη πλάτη, αραιά μαλλιά, κολλημένα σ’ ένα γυαλιστερό, λιπαρό κεφάλι, μικρά μαύρα μάτια μ’ ένα βαθύ, σχιστό τελείωμα, μύτη κοκκινωπή ακαθορίστου σχήματος κι ένα στόμα με φανερή την ασυνέχεια της οδοντοστοιχίας του: ενώ τα δόντια στην αριστερή μεριά του είναι ολόγερα και κάτασπρα, στη δεξιά μεριά λείπουν όλα, σα να έχει φάει μια δυνατή γροθιά που του τα στέρησε άκαιρα και άδικα. Δεν βγάζει ποτέ από πάνω του το ίδιο χιλιοφορεμένο σακάκι και είναι σαφής στις απαιτήσεις του: «Πρέπει» να είμαστε στην αίθουσα με τα πειραματικά όργανα τουλάχιστον πέντε λεπτά πριν την έναρξη του εργαστηρίου και σαφώς γνώστες του αντικειμένου που πραγματεύεται η εκάστοτε άσκηση. Λογική απαίτηση, δεν λέω το αντίθετο.
Έφτασα εγκαίρως, λαχανιασμένη απ’ το τρέξιμο και κάθισα σε ένα σκαμνάκι, μπροστά από μια διάταξη με κάτι κρεμασμέ­νες, μεγάλες μεταλλικές μπάλες που μπορούσαν να κινηθούν με την πιο ανεπαίσθητη ώθηση. Ζυγός του Cavendish, έγραφε μια μεταλλική χαλκόχρωμη πλακετίτσα βιδωμένη στη βάση της διάταξης. Το πείραμα που εκτελέσαμε σήμερα εγώ και η Μαρία, αφορούσε στην εύρεση της σταθεράς της παγκόσμιας έλξης. Ευχήθηκα να δουλεύουν όλα τα όργανα, να μη γίνει διακοπή ρεύματος, να έχει κοιμηθεί καλά ο επιτηρητής και να έχει μελετήσει η Μαρία η οποία κατέφτασε τρεχάτη και καταϊδρωμένη και με το μόνιμο άγχος αν θα γινόταν τελικά το εργαστήριο. Έπειτα από λίγο είδα να έρχεται η Ιφιγένεια. Μπήκε στην αίθουσα αφηρημένη, άφησε σε ένα τραπέζι τα βιβλία που κρατούσε παραμάσχαλα, πήρε ένα τσιγάρο και βγήκε έξω. Την ακολούθησα και την είδα να το ανάβει και να κοιτάζει το ρολόι της.
«Ιφιγένεια; Τι κάνεις εδώ;» ρώτησα.
«Ό,τι κι εσύ, υποθέτω» γέλασε.
«Μα καλά, δεν είσαι σε άλλο τμήμα;»
«Ήμουν, στο απογευματινό της Τετάρτης αλλά δεν είμαι πια. Ο Οδυσσέας δεν μπορούσε αυτή την ώρα γιατί είχε δουλειά κι έτσι, τώρα που μπήκαμε στο δεύτερο κύκλο, προσπαθήσαμε ν’ ανταλλάξουμε με κάποιο άλλο ζευγάρι και να έρθουμε στο πρωινό της Πέμπτης. Είδα κι έπαθα να τα καταφέρω και στο τέλος δε θα γίνει τίποτα.»
«Γιατί;»
«Γιατί ο αγαπητός μου φίλος σίγουρα αποκοιμήθηκε.»
«Αποκοιμήθηκε;»
«Αποκοιμήθηκε, μάλιστα. Όχι ότι τον ψέγω! Δουλεύει απ’ τις πέντε το απόγευμα ως τα ξημερώματα σε ένα καφέ-μπαρ στα Εξάρχεια και του βγαίνει ο τάκος! Άστα να πάνε στο διάβολο, δηλαδή.»
«Όχι ρε γαμώτο! Κι αυτός ο επιτηρητής είναι περίπτωση. Άμα αργήσει κανείς τον στήνει στα τρία μέτρα.»
«Τότε λοιπόν ο Οδυσσέας εξασφάλισε άλλον έναν εχθρό!»
Σε λίγο ο επιτηρητής ήρθε φουριόζος και φουρτουνιασμένος  κι έλαβε θέση μάχης. Έσυρε το βλοσυρό του βλέμμα πάνω μας, έλεγξε τους απόντες κι έδωσε το σήμα της εκκίνησης. Αυτός με μια συνάδελφό του, που έκανε το διδακτορικό της στην υπεραγωγιμότητα, τριγύριζαν ανάμεσά μας για να επιτηρούν την πρόοδο των πειραμάτων και να εξετάζουν τις γνώσεις που, κατά τη γνώμη τους, θα έπρεπε να έχουμε (σε μερικές περιπτώσεις απ’ την κοιλιά της μάνας μας!).
Με μισή ώρα καθυστέρηση έφτασε ο Οδυσσέας. Είχε αργήσει, την προηγούμενη νύχτα, να σχολάσει και, όπως είχε σωστά εκτιμήσει η Ιφιγένεια, είχε αποκοιμηθεί. Άνοιξε απότομα την πόρτα, μπήκε κάθιδρος και βρέθηκε απέναντι στο θυμωμένο πρόσωπο του επιτηρητή.
«Πού νομίζεις ότι μπήκες κύριε, σε καφενείο;» τον ρώτησε απότομα. «Έχουμε αρχίσει εδώ και μισή ώρα!»
«Ξέρετε– »
«Ναι, ξέρω. Είσαι ο;…»
­«Οδυσσέας Δ.»
«Πάλι καλά που θυμήθηκες το όνομά σου!» έκανε ο επιτηρητής με σκωπτική διάθεση. «Κοίταξε να δεις, έχω ακούσει αρκετά για σένα. Εδώ σπουδάζουμε φυσική, αγαπητέ μου, δεν παίζουμε τις κουμπάρες!»
«Σ’ αυτά τα ωραία που έχετε ακούσει ελπίζω να περιλαμβάνεται το γεγονός ότι δουλεύω!» Ο Οδυσσέας άρχισε να νευριάζει.
«Η φυσική σχολή, κύριε συνάδελφε, δεν είναι για ανθρώπους που δουλεύουν!» πρόσθεσε ο μεγαλύτερος άντρας με ένα κόρδωμα στη φωνή, σαν κοκόρι που καυχιέται για τα καλά του κοτετσιού του. 
«Ε, τότε θα σου αναθέσω εσένα να μου πληρώνεις το νοίκι και τα έξοδα!» αντιγύρισε τσαντισμένος ο νεαρός.
«Για πρόσεξε πώς μιλάς, γιατί θα σε πετάξω έξω! Και φρόντισε την εξυπνάδα σου να τη διοχετεύσεις στις σπουδές σου!» παρατήρησε ο άλλος με έκδηλη την ειρωνεία στη φωνή του. Ο πληθυντικός της μετά βίας ανοχής είχε παραχωρήσει τη θέση του στον ενικό της συγκρατημένης αγανάκτησης.
Ο Οδυσσέας όλως περιέργως,  δεν είπε τίποτα. Προχώρησε σιωπηλός και κάθισε στη θέση του, δίπλα στην Ιφιγένεια. Τα μάτια του φάνταζαν εξαγριωμένα κάτω απ’ το συννεφιασμένο του μέτωπο. Στους κροτάφους γυάλιζαν σταγόνες ιδρώτα και οι μύες του σαγονιού του ήταν τεντωμένοι, πράγμα που φανέρωνε πως έσφιγγε με δύναμη τα δόντια. Αιφνιδιάστηκα με την αντίδρασή του ή καλύτερα με την απουσία της. Ο Οδυσσέας δε συνηθίζει να αφήνει αναπάντητη την προσβολή και την ειρωνεία. Όχι πως τον νοιάζει η γνώμη του περίγυρου – κάθε άλλο – αλλά η ειρωνεία, αν δεν είναι αυτός που την απευθύνει στους άλλους, τον ενοχλεί υπερβολικά. Και η ενόχλησή του αυτή εξωτερικεύεται με τη μορφή της έντονης οργής, μανίας σχεδόν, κι απευθύνεται παντιόθεν. Απορώ πάντα για την προέλευση αυτής της παραφοράς, αν και βλέπω καμιά φορά τα σημάδια της – λιγότερο έντονα ίσως – και στον ίδιο μου τον εαυτό. Τι είναι αυτό που τον εξοργίζει τόσο πολύ με την κοινωνία; Τι ήταν αυτό που τον οδηγεί σε μια τόσο έντονη άρνηση; Γιατί είναι ολοφάνερο σε κάθε του λέξη, σε κάθε του κίνηση πως είναι αρνητικός σε ό,τι βλέπει γύρω του, σχεδόν περιφρονητι­κός.
Ο άλλος άντρας, σηκώνοντας επιτιμητικά τα φρύδια, αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια στη σύρραξη. Ίσως να φοβήθηκε την εν κοιμίσει αλλά ολοφάνερη οργή του Οδυσσέα. Εκείνος πάλι, στυλώνοντας τα μάτια του σε ένα υψηλό, γυάλινο δοχείο με ημιδιαφανές, γαλαζόχροο υγρό, άκουγε αφηρημένα απ’ την Ιφιγένεια τη διαδικασία που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν. Το πρώτο σκέλος της εργαστηριακής τους άσκησης πραγματευόταν τη μέτρηση του ιξώδους του υγρού στο ψηλό δοχείο και για το λόγο αυτό έπρεπε να ρίχνουν μέσα κάτι μικρές, μεταλλικές μπαλίτσες και να μετρούν το χρόνο που χρειαζόταν για να διανύσουν την απόσταση από την επιφάνεια ως τον πάτο. 
Έπιασε, μ’ εκείνο το αδιόρατο ημιχαμόγελο στο πρόσωπό του, στ’ ακροδάχτυλα μια μπαλίτσα και την έριξε στο υγρό, παρατηρώντας τη στη συνέχεια να βυθίζεται, με τη μύτη σχεδόν κολλημένη πάνω στο γυαλί. Έπειτα κι άλλη… κι άλλη… Η Ιφιγένεια, με το χρονόμετρο στο χέρι και πλέον σιωπηλή, σημείωνε χρόνους πτώσης. Άχαρο καθήκον να μετράει κανείς χρόνους πτώσης μα εκείνη το υπόμενε στωικά, χωρίς να κάνει περίεργους, χθόνιους συσχετισμούς. Εκείνη, γιατί ο συνεργάτης της είχε έφεση σ’ αυτούς, τάλαντο μοναδικό κι επώδυνο, επικουρικό της γενικής του απαξίας. 
«Κάπως έτσι σε παίρνουν απ’ την κοιλιά της μάνας σου και σε πετάνε στα σκατά» μουρμούρισε. «Κι επειδή τα σκατά έχουν – κατά πως φαίνεται – μεγάλο ιξώδες, η πτώση είναι ιδιαζόντως αργή και ειδεχθής, τουτέστιν, ο χρόνος πτώσης μεγάλος κι εξουθενωτικός και άρα καλύτερα, άμα τη γενέσει σου, να την πιάνει τη μάνα σου το σύνδρομο της Μήδειας και να σε πνίγει στην κούνια, να ησυχάζεις μια και καλή!» 
Το ημιχαμόγελο μεταμορφώθηκε σ’ ένα παγερό σαρκασμό. 
«Αλλιώς είσαι υποχρεωμένος να κολυμπάς μες τη βρώμα και τη δυσωδία και να λες κι ευχαριστώ στη μάνα σου που σ’ άφησε να χαρείς τη γλυκιά ζωή.  Καθόλου δε θα έπρεπε να είναι η παιδοκτονία  ποινικό αδίκημα, κοινωνικό λειτούργημα  πρέπει να την ανακηρύξουν!»
«Κύριε συνάδελφε θα ήθελα να γράψετε την εξίσωση κίνησης για εκκρεμές που ταλαντώνεται μέσα σε υγρό και κατόπιν να βρείτε την περίοδο ταλάντωσής του» έκοψε τους, όχι και τόσο ευχάριστους, συλλογισμούς του η στριγκιά φωνή του επιτηρητή.
«Εδώ αναγράφονται κάποια δεδομένα μεγέθη της άσκησης με τα σφάλματά τους» συνέχισε  και του έτεινε ένα κομμάτι χαρτί.
Θέλησε να ξεστομίσει ένα αναιδές σχόλιο σαφέστατα σχετικό με τις δύσοσμες σκέψεις του και με μια πνιγηρή μυρωδιά ξινίλας που ανέδυε το χιλιοφορεμένο σακάκι του άλλου, μα φαίνεται δεν ήταν σε φόρμα σήμέρα, αφού το μετάνιωσε κι έμεινε άναυδος, με το στόμα ανοιχτό και το χέρι μετέωρο βαστώντας το χαρτί, να κρατάει την ανάσα του εν αναμονεί στο φουσκωμένο του στήθος. 
Το επόμενο λεπτό έβαλε το χαρτί πάνω στον πάγκο, άνοιξε ένα πολυμεταχειρισμένο τετράδιο, έπιασε με το χέρι του ένα στυλό και βάλθηκε να καταστρώνει εξισώσεις, σύμβολα και αριθμούς. Σημείωνε-έσβηνε, ξανασημείωνε-ξανάσβηνε. Έγραφε σχετικά αργά, μ’ έναν βαρύθυμο, νωχελικό τρόπο,  σκύβοντας πάρα πολύ – είχε σχεδόν τη μύτη κολλημένη στη σελίδα – κρατώντας με τα τρία δάκτυλα το στυλό και το υπόλοιπο χέρι ανασηκωμένο, χωρίς να ακουμπάει το χαρτί, σάμπως να ήταν λερωμένο και να μην ήθελε να λεκιάσει το τετράδιο ή σα να φοβόταν μη λερωθεί ο ίδιος απ’ αυτό. Συμπέρανα πως η όρασή του δε θα πρέπει να ήταν και το πιο άρτιο πράγμα που διέθετε, αν και σε καμιά άλλη κίνησή του δε διαφαινόταν κάτι τέτοιο. Φορές ανασήκωνε συνοφρυωμένος το κεφάλι του, έκλεινε τα μάτια και στεκόταν λίγες στιγμές έτσι, ζουλώντας το μέτωπό του με το δείκτη του αριστερού του χεριού. Κι έπειτα, αίφνης, ξανάσκυβε με βιάση και σημείωνε τ’ αποτελέσματα των σκέψεών του. Εν τέλει σήκωσε απότομα το κεφάλι του, έκανε μια προς τα πάνω κοφτή κίνηση στον αέρα με το χέρι του, σφίγγοντας το σε μπουνιά και κούνησε το κεφάλι του δεξόζερβα μ’ ένα βλέμμα θριάμβου.
«Voila! Αποστολή εξετελέσθη!» τον άκουσα να φωνάζει, σαν το παιδί που τα κατάφερε, χωρίς να το περιμένει ούτε το ίδιο, να σκαρφαλώσει στο τελευταίο ράφι της κουζίνας και να φτάσει τη γυάλα με το λαχταριστό γλυκό. 
Από το γραφείο που καθόταν ο επιτηρητής του έριξε ένα λοξό, ξαφνιασμένο – απογοητευμένο θα διακινδύνευα να πω – βλέμμα.
«Θα είχατε την καλοσύνη να μου φέρετε τις σημειώσεις σας, παρακαλώ;» ζήτησε με μια ασυνήθιστη ευγένεια διανθισμένη με το πιο μελιστάλαχτο χαμόγελο που διέθετε και που προς στιγμήν κατάφερε να σκεπάσει την ξινίλα του.
Ο Οδυσσέας σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του και του έδωσε το τετράδιο. Ο άλλος, κρατώντας στο χέρι ένα μολύβι ξυσμένο προφανώς με τη λάμα ενός μαχαιριού – μα δεν τον είχαν ενημερώσει τούτον για ένα απλούστατο και ιδιαίτερα χρηστικό εργαλείο που ονομάζεται ξύστρα; – πήρε βιαστικά το τετράδιο και βάλθηκε να ελέγχει την ορθότητα των σημειώσεων, αφήνοντας κάτι μυστηριώδη, διφορούμενα επιφωνήματα που ούτε ως επιδοκιμαστικά θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς, ούτε ως αποδοκιμαστικά. Φτάνοντας στην τελική εξίσωση, που έδινε την περίοδο του εκκρεμούς, σήκωσε αστραπιαία τα μάτια του στον Οδυσσέα, έπειτα την κύκλωσε με μια γοργή, κοφτή κίνηση που λίγο έλειψε να σκίσει το χαρτί κι αποτάθηκε σε κείνον.
«Το αποτέλεσμα είναι σωστό, κύριε συνάδελφε» είπε με στόμφο, «όμως η διαδικασία προσέγγισης του προβλήματος είναι κάπως ανορθόδοξη. Για τούτο θα σας βαθμολογήσω με έξι.»
Ο νεαρός τον κοίταξε με απορία, προσπαθώντας να καταλάβει αυτό που μόλις είχε ακούσει.
«Και σε τι έγκειται, παρακαλώ, η ανορθοδοξία της προσέγγισης;» Ο τρόπος που έκανε την ερώτησή του σίγουρα δήλωνε μία – όχι εντελώς ανυπόστατη – καχύποπτη θεώρηση της αμεροληψίας του επιτηρητή.
«Στο ότι έχετε κάπως παρακάμψει την συνήθη επίλυση της διαφορικής εξίσωσης της κίνησης κι έχετε επεξεργαστεί το πρόβλημα με μία μέθοδο που θυμίζει πρακτική αριθμητική. Βέβαια αυτό δεν αποτελεί λάθος, όμως, αγαπητέ μου, ως μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας, θα πρέπει να προσπαθήσετε να υιοθετήσετε μια περισσότερο επιστημονική μέθοδο.»
Ο Οδυσσέας, πικαρισμένος αν και αρκετά αποστομωμένος απ’ την απάντηση που είχε λάβει, πήρε το τετράδιό του κι έκανε απότομη μεταβολή προς τον πάγκο με το γυάλινο δοχείο, μπροστά απ’ τον οποίο, με ένα σημειωματάριο στα γόνατα, καθόταν η Ιφιγένεια προσπαθώντας να λύσει τη δική της άσκηση. Κάθισε, σχεδόν σωριάστηκε, στην καρέκλα του – λες και γύριζε απ’ τα καταναγκαστικά έργα –, πήρε ανά χείρας το χρονόμετρο και βάλθηκε να μετράει μόνος του τους χρόνους πτώσης των σφαιριδίων – όπως θα λέγαμε τις μπαλίτσες επιστημονικά – που έριχνε στο γαλάζιο υγρό. 
Κι όσο για μένα, επιστρέφοντας στην ισορροπία απ' την οποία απέκλινα για λίγο, αποφάσισα εν τέλει να δώσω σημασία στη Μαρία που γκρίνιαζε για την αραθυμιά που με διακατείχε και βάλθηκα να μετρώ τη γωνιακή απόκλιση των μεταλλικών σφαιρών του ζυγού του Cavendish που είχα μπροστά μου, η οποία με τους κατάλληλους υπολογισμούς, ελπίζω να μου δώσει μια αποδεκτή τιμή για τη σταθερά της παγκόσμιας έλξης. Είναι βλέπεις κι αυτή η μετάδοση σφαλμάτων που κάνει τα πράγματα δύσκολα…
Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!