Searching...
17 July 2010

Τρία μικρά χαριτωμένα quarks!


Καλοκαίρι. Ζέστη πνιγηρή, η άμμος πυρώνει... Το κορμί αχνίζει τη δανεική ζέστα, ιδρώνει. Φέρνω το μαντήλι και σκουπίζω το μέτωπο, έπειτα το λαιμό. Στην αριστερή παλάμη ένα μικρό χεράκι, ζυμαράκι, διεκδικεί το χώρο του ανάμεσα στις γραμμές της ζωής και της καρδιάς. Η θάλασσα στραφταλίζει στο χάδι του ήλιου. Πλησιάζω... η αύρα γίνεται ένα με το σώμα, περνάει δροσερά ανάλαφρη σφουγγίζοντας τις στάλες που κρέμονται  πάνω απ' το στόμα, ανακατεύει απαλά τα μαλλιά, σιγοψιθυρίζει αλμυρά γλυκόλογα στ' αυτί. Το κάψιμο της γης στα ξυπόλητα πόδια  βάλσαμο. Σάμπως να ψάχνει η σάρκα ένα ακρότατο υποφοράς, μία τιμωρία που μεταλλάσσει εαυτήν σε ανάγκη για να εξορίσει, ν' απαλύνει ή ν' ανασκευάσει τις όποιες ενοχές της.


Αφήνω πίσω μου τις ξαπλώστρες που μπαίνουν σύνορο στο άγγιγμα του κορμιού με τη γη...


Στα δελφινοκόριτσα δεν αρέσουν οι επιτηδευμένες γεύσεις της ζωής. Βγάζουν το κεφάλι έξω απ' τη θάλασσα και κοιτούν την παραλία μ' ένα βλέμμα παράξενο που βαραίνει η έκπληξη, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι - ποια να είναι άραγε εκείνη η ανάγκη που υποτάσσει το ζωικό μας ένστιχτο;
"Ω, δε βλέπετε άνθρωποι, όσο λιγότερο σας αγγίζουν τα στοιχεία της φύσης τόσο περισσότερο θεριεύουν τα στοιχειά μέσα σας! Μα δεν το βλέπετε;" Είναι τόσο απαλές οι φωνές τους που διαχέονται σα μουσική στον αέρα κι όσοι καταφέρνουν να τις ακούσουν νομίζουν πως είναι ο αχός απ' τον παφλασμό των κυμάτων.


Βαδίζω προς τα βράχια που στέκουν ορθά σε πείσμα των καιρών. Κάθομαι σ’ ένα ακρόβραχο και βουτάω τα πόδια στη θάλασσα κι η απατηλή δροσιά της διαχέεται μέσ' από τους νευρώνες σε ολόκληρο το είναι μου και περιδυνίζεται  όπως τα κύματά της. Οι υγροί κύκλοι που δημιουργεί η αφή με το νερό ανοίγουν και  χάνονται στον πρασινογάλανο καθρέφτη.


Ένας κάβουρας περνάει γρήγορα και κρύβεται σε μια μεγάλη βραχότρυπα κι αναρωτιέμαι... Θα έπρεπε να κλαίει αν η καβουρίνα ξανοιγόταν μεσοπέλαγα... ή να γελάει; Δύο δαγκάνες ξεπροβάλλουν απειλητικές. Ησύχασε φίλε μου, καθώς είναι και τα παιδιά ανθρωπάκια μικρά, ασφαλώς και η δική τους ευτυχία προέχει της μαμάς! Έτσι δεν είναι; Έτσι δε μας μάθανε(;), πως ευκολότερα χτίζεται η δική μας ευτυχία πάνω στις δυστυχίες των άλλων... Σάμπως οι ατομικές ευτυχίες να αποκλείουν η μια την άλλη. Όμως ησύχασε, ετούτη η γυναίκα ανήκει στα πλάσματα που γέννησε...


Λίγο πιο πέρα δυο πιτσιρίκοι παίζουν με τα κουβαδάκια τους στη ζώνη εκείνη της αμμουδιάς την υγραμένη από το κύμα. Γεμίζει ο καθένας τον κουβά του ξέχειλα με άμμο, τον αναποδογυρίζει στη γη, τον χτυπάει με δύναμη στον πάτο κι εν τέλει τον τραβά θριαμβευτικά, εμφανίζοντας ένα τέλεια κυλινδρικό πυργάκι. Αφού κάνουν κάμποσα όμοια πυργάκια, φτιάχνοντας περίπλοκες διατάξεις με κύκλους, τεθλασμένες κι ευθείες, σηκώνονται όρθιοι, πισωπατούν λιγάκι αποθαυμάζοντας το έργο τους κι έπειτα παίρνουν φόρα κι αρχίζουν να χοροπηδούν πάνω του, καταστρέφοντάς το ολοσχερώς και σκάζοντας στα γέλια για το άσκοπο κατόρθωμά τους. Τι λύτρωση άραγε να προσφέρει σε έναν δημιουργό ο αφανισμός του έργου του, η περιφρόνηση για τον ίδιο του τον κάματο;  Σάμπως να 'ναι διασκεδαστική ή κατευναστική η θεώρηση πως τίποτα σε τούτο τον κόσμο δεν είναι αναντικατάστατο ή πως τίποτα που να μπορεί να ξαναφτιαχτεί απ’ την αρχή δεν αξίζει το σεβασμό και δεν δικαιούται να αξιώνει τη μακρόχρονη παραμονή του στη ζωή.


Απ' το υπόστεγο του Ναυτικού Ομίλου βγήκαν κάμποσα ιστιοφόρα και χύθηκαν στ' ανοιχτά... να βρουν την καβουρίνα; Γελάω... Είναι δειλά ακόμη, τα βλέπω να κλυδωνίζονται ελαφρά καθώς φυσάει απαλά ο γαρμπής. Λευκά στίγματα σε γαλάζιο φόντο, διακόπτουν ανεπιτήδευτα τη γραμμή που σμίγει τον ουρανό με τη θάλασσα.



Ανοίγω τα μάτια της ψυχής κι εστιάζω στο τρίτο ακριβώς ιστιοφόρο. Ένα καστανό, σγουρόμαλλο κεφάλι, ανασηκωμένο ελαφρά, ο μακρύς λαιμός τεντωμένος, οι μύες του σφριγηλού, ηλιοκαμένου σώματος σφιγμένοι, σ' επιφυλακή και το βλέμμα, καρφωμένο στο λευκό πανί, μαγικός καθρέπτης τ' ουρανού. Παραδίπλα ένα αχαμνό κορμάκι, σοκολατένιο, μαύρα μαλλιά σαν τον έβενο και μάτια αγρίμια, διάπλατα στην επαφή με τον κόσμο, ανοίγει χέρια φτερά κι απλώνεται στο χωρόχρονο παράξενο, σκουρόχρωμο γλαροπούλι. Ο ήλιος στεφανώνει τα δυο παιδικά κεφάλια και σκορπάει σε θάλασσα και ουρανό φλουριά χρυσά απ' το θησαυρό που κρύψανε οι σαράντα κλέφτες στη σπηλιά.

"Σουσάμι άνοιξε"! 

!افتح يا سمسم


Μπήκε απρόσκλητος ο Αλί Μπαμπά στη μαγεμένη σπηλιά και κούρσεψε τους θησαυρούς της πλάσης. 

"Σουσάμι κλείσε"!
!أغلق يا سمسم


Νιώθω ένα γαργάλημα στα δάχτυλα του ποδιού και στρέφω το κεφάλι προς τα κει. Ανασηκωμένο το ζυμαρένιο χεράκι, παίζει αναδεύοντας το νερό. Η ματιά ταξιδεύει απ' τα δαχτυλάκια, στη ράχη του χεριού, έπειτα στο λακκάκι του καρπού, στην εσωτερική γωνία του αγκώνα, στο στρογγυλό μπρατσάκι, στο μικρούλι κόκαλο της ωμοπλάτης που τεντώνει απρόσεχτα το σταρένιο ζυμάρι. Ανασηκώνεται το κεφάλι, πέφτει ένα κομμάτι από το γαλαξία στο χαμόγελο, δυο κάρβουνα αναμετρούνται με τον ήλιο. Ξέχασε ο Αλί Μπαμπά ένα φλουρί στο ζύγι κι όπως κατρακυλάει, γάργαρο γέλιο ακούγεται, ακατέργαστο ή... μήπως είναι η ηχώ απ' το ανεπιτήδευτο τραγούδι των δελφινοκόριτσων;


Έκλεψά τους μια μπουρού απ' τα βάθη του ωκεανού κι όπως τη βάζω στο αυτί ακούω το τραγούδι τους, απαλό, γλυκό... ξεχύνεται σμίγοντας με τους ψιθύρους του γαρμπή και με τα κύματα, απλώνεται στις νοητές γραμμές που ενώνουν τούτη τη στιγμή με το άπειρο. Κι εγώ, ακόμη εδώ, παραδομένη σε παραμυθιών αντικατοπτρισμούς που παιχνιδίζουν στο σύνορο του εαυτού μου με τον κόσμο, αναλογίζομαι πόσα δώρα βαρύτιμα μου έφερε ο Αλί Μπαμπά χωρώντας όλον τον κόσμο σε δυο γαλαζοπράσινα πετράδια...
Κι αναρωτιέμαι αν φτάνει μια ζωή να του ψιθυρίζω... "ευχαριστώ"!...

!شكرا

Μα πώς; Mε τρόπο ποιον έτσι που διαχέεται η ύπαρξη ασυνάρτητα στο σύμπαν... φοβάμαι μήπως διασταυρωθεί η δική μου η τροχιά μ' εκείνην μιας μελανής οπής... Σάστισε άξαφνα ο νους... σφηνωμένα στις χαραμάδες του οικεία γνωστικά σχήματα και να ξεφύγει δεν μπορεί από τον τρόπο που πρωτοειπώθηκε η μία και μοναδική του αλήθεια:


Τρία μικρά χαριτωμένα quarks κι ένα μποζόνιο Higgs είναι ο δικός μου ο κόσμος... κι άλλο τίποτα δεν εξηγώ...
Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!