Searching...
12 June 2010

Μια ιστορία για τα ξένα παιδιά

   Σήμερα το πρωί ξεκίνησα χαρούμενη για το σχολείο. Φόρεσα ένα μακρύ, λουλουδάτο φόρεμα κρέμασα κι ένα χαμόγελο στα χείλη -στο σχολείο πας, όχι στα κάτεργα- και ξεκίνησα. Έφτασα στην είσοδο, κάμποσα παιδιά στέκονταν εκεί, καλημέρα κυρία, καλημέρα κι εγώ. Δεν τα ξέρω τα πιο πολλά, δυο χρόνια σχεδόν με άδειες, αλλά -έλεγε ο παππούς μου- η καλημέρα είναι του Θεού. Μπήκα μέσα, άφησα την τσάντα μου κι είπα να κάνω ένα καφεδάκι να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Τι μου 'ρθε ξαφνικά αυτή η ιστορία όταν τα είδα να μπουκάρουν απ' τις ξύλινες σκάλες, με ορμή, όλα μαζί, να φωνάζουν, να χαλάνε τον κόσμο, πέσανε και κάνα δυο καρπαζιές, περιμένανε έξω απ' τις τάξεις ανυπόμονα να πάρουν θέση μάχης. Παιδιά Ελλήνων, Αλβανών, Πολωνών, Ρώσων, ένα κορίτσι έχει πατέρα Βραζιλιάνο, έψαχνα να βρω κανένα πατριώτη Άραβα, μπα, κάνα δυο πιτσιρίκια που ξέρω πάνε δημοτικό ακόμη.

   Ήταν το λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα σχολείο αξιοπρεπέστατο, τάξις και ηθική με το κιλό, πάρε κόσμε και δυο δράμια γράμματα να 'χεις να πορεύεσαι, μια δασκάλα αιθεροβάμων εντελώς. Ήθελε όλα τα παιδιά να έχουν ίδια αντιμετώπιση απ' τους δασκάλους τους, να μη ξεχωρίζουν σε παιδιά δικά μας και παιδιά ξένα, να τα αγκαλιάζουν όλα με αγάπη. Ήθελε τα παιδιά που είχανε μαθησιακές δυσκολίες να μη φοράνε ταμπέλες, να μην τα λένε τεμπέληδες και βλάκες, να στέκονται δίπλα τους και να τους συμπαραστέκονται. Ήθελε να μην ευνουχίζουν το μυαλό τους, να μην τους κόβουν τα φτερά, να μην τα βλέπουνε βάρος στις πλάτες αλλά να τα κοιτάνε κατάματα και να τους λένε την αλήθεια. Ήθελε κι άλλα πολλά, αλλά δεν είναι του παρόντος.

   Καλοκαίρι ήτανε, καλή ώρα, περίοδος εξετάσεων. Φυσούσε ένα αεράκι δροσερό, ευτυχώς, πού να γράψεις με τη ζέστη, ιδρώνει το χέρι και γλιστράει το μολύβι απ' τα δάκτυλα. Χτύπησε το κουδούνι, Άγιος ο Θεός... Πάτερ ημών... τους ζυγούς λύσατε κι ακούστηκε μια βουή, το μελίσσι ξαμολήθηκε! Ποδοβολητό, φωνές, μια φασαρία ένα κακό, άλλα τρέχανε χοροπηδώντας -μια ψυχή που 'ναι να βγει να βγει να τελειώνουμε, τι τις θέλουνε τις εξετάσεις καλοκαιριάτικα, εγώ dj θέλω να γίνω- άλλα σκυθρωπά -να περάσουμε την τάξη αλλιώς γράφτο το καινούριο κινητό, θέλει κι η μάνα μου ψηλό βαθμό, διάβαζε και διάβαζε, ο τάδε γιατί να ΄χει καλύτερο βαθμό, να μπω μεθαύριο πανεπιστήμιο, να γίνω δικηγόρος ή γιατρός- καθένα με τις χαρές και τα βασανάκια του, παιδιά ορισμένα κι έφηβοι μαζί, ανάκατα όλα, τα συναισθήματα, οι προσδοκίες, οι αγωνίες, οι λύπες κι οι χαρές.

   Με το ποτήρι το ζεστό καφέ στο χέρι, χάζευε η δασκάλα τα παιδιά και χαμογελούσε. Μπήκαν στις τάξεις, άλλος χαμός εκεί,  ν' αφήσουν τα κινητά και τις τσάντες, να βρούνε τις θέσεις τους, να καθίσουν και να περιμένουν. Πήρε τα τεφτέρια και τα συμπράγκαλά της, κάθισε σ' ένα γραφείο και βάλθηκε να διεκπεραιώσει τα γραφειοκρατικά του σχολείου.
Χαμογελούσε ακόμη, απορροφημένη από γράμματα, αριθμούς, πρωτόκολλα και ημερομηνίες όταν στο γραφείο μπήκε ξεφυσώντας μια συνάδελφος.
 
   -Τι έγινε, όλα καλά;

   -Ε, καλά, δίστασε, αλλά η εικόνα της καθόλου δεν ταίριαζε με την απάντηση καθώς μια θλίψη σκούραινε τη ματιά της.

   -Κάτι τρέχει, δε με γελάς.

   Η συνάδελφος ήταν  αναπληρώτρια, φοβόταν να μιλήσει, να πάει κόντρα. Αλλά το χαμόγελο και το βλέμμα της άλλης την έπεισαν. Λίγο πριν είχε έρθει ο Ερκύς στο σχολείο, με σπασμένο χέρι. Είχε κι ένα χαρτί μαζί του απ' το νοσοκομείο πως έχει κάταγμα και δεν μπορεί να γράψει. Πήγε το παιδί στο διευθυντή και του το έδειξε. Του 'ριξε εκείνος  μια φευγαλέα ματιά, αναμέτρησε το αγαθό βλέμμα του κι ύστερα άρχισε να φωνάζει. Που ΄ταν η μάνα του να γράψει αίτηση, ό,τι θέλει δε θα κάνει ο καθένας, μια ζωή οι Αλβανοί τα ίδια κάνουνε και ταράζουν το σχολείο, δεν είμαστε όλοι ίσα κι όμοια κι οφείλουν υπακοή και σεβασμό στους κανόνες του σχολείου. Ώσπου να φτάσει στο τέλος έβγαζε αφρούς.
Έδιωξε το μικρό Εργκύς κακήν κακώς. Τι του έλεγε η συνάδελφος πως δεν πειράζει, να τον εξετάσει σήμερα κι ας έρθει η μητέρα του την άλλη μέρα να φτιάξει τα χαρτιά, τι έγινε, ανένδοτος αυτός. Θα πάρουν φόρα κι οι άλλοι αλλοδαποί και θα κάνουνε τα ίδια. Μα ποια ίδια, θα σπάνε δηλαδή τα χέρια τους; Κι έχει ο διευθυντής το δικαίωμα να διώχνει μαθητή απ' το σχολείο με αυτόν τον τρόπο;

   Άκουγε η δασκάλα με έκπληξη όσα της έλεγε η άλλη. Και πού ήταν ο  Εργκύς; Έφυγε; Έτρεξε στην πόρτα του σχολείου μήπως τον προλάβει αλλά ήταν αργά, είχε ήδη χαθεί.

   Γύρισε αναστατωμένη και κατευθύνθηκε στο γραφείο της Διεύθυνσης. Τι έγινε με το  Εργκύς; Το και το. Και γιατί να τον διώξετε, δεν ξέρετε τι προβλήματα αντιμετωπίζει η οικογένειά του; Σιωπή. Άνθρωποι του μεροκάματου, μεροδούλι μεροφάι. Ο πατέρας μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, η μάνα δουλεύει διπλοβάρδια απ' τα ξημερώματα, στην κουζίνα, ως τα μεσάνυχτα για να κερδίσει τα διπλά, μήπως και τα βγάλουν πέρα. Κι έχει κι αυτή ανίατη αρρώστια που τη φθείρει μέρα τη μέρα, αλλά τι να κάνει; Πού να βρεθούν τα λεφτά για να ζήσουν και για τα νοσοκομεία; Σιωπή. Πήρατε τη μάνα του τηλέφωνο; Σιωπή.

   Έβραζε η δασκάλα στο ζουμί της, δεν ήξερε τι να κάνει. Πέρασε η ώρα, τέλειωσε με τα πρωτόκολλα και το χαρτομάνι, πήρε τη τσάντα της να φύγει. Πέρασε απ' το διευθυντή. Πήρατε τη μητέρα του  Εργκύς τηλέφωνο; Όχι!

   Έσπρωξε βαθιά μέσα της το θυμό κι έφυγε. Ο ήλιος έκαιγε, μεσημέρι πια. Σε δέκα λεπτά ήταν έξω απ' το εστιατόριο. Θα ήθελα να μιλήσω στη Ν. Περίμενε δυο λεπτά κι ύστερα την είδε να βαδίζει κουρασμένα προς το μέρος της. Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και χαμογέλασε. Καλημέρα! Τα μάτια της ήταν κόκκινα, θα 'ναι απ' τα κρεμμύδια ή απ' την αϋπνία...

   Η δασκάλα της εξήγησε τι είχε γίνει, της είπε να έρθει απ' το σχολείο την άλλη μέρα να φτιάξουν τα χαρτιά μαζί, να μη χάσει το παιδί κι άλλα μαθήματα. Μιλούσε εκείνη και της άλλης τα μάτια όλο και κοκκίνιζαν.

   -Ήρθε ο  Εργκύς  το πρωί εδώ και μου τα είπε όλα. Του μίλησε άσχημα ο διευθυντής, γιατί; Τι έκανε το παιδί; Το χέρι του έσπασε! Δεν μπορούσε να με πάρει εδώ ένα τηλέφωνο να έρθω δυο λεπτά, να φτιάξουμε τα χαρτιά. Για τον αδελφό του το μεγάλο με καλούσαν συνέχεια, έκανε κείνο, το άλλο, χτύπησε ένα παιδί, κορόιδεψε... τώρα για το μικρό, που τον χτυπάνε οι άλλοι, γιατί δε μιλάνε; Και σήμερα, τι τους έκανε; Γιατί δε με πήραν τηλέφωνο; Θα 'ρχόμουν εγώ να τα κανονίσω. Δεν τα 'χω πεταμένα τα παιδιά μου, όλη μέρα δουλεύω.

   Την κοιτούσε η δασκάλα και την ψυχή της γέμιζε η ντροπή. Για τον τόπο της, για τη δουλειά της, για τους ανθρώπους.

   -Αν ο  Εργκύς ήταν Έλληνας, το ίδιο θα του κάνανε; Είμαστε ήσυχοι άνθρωποι, δεν πειράζουμε κανέναν. Θα μου πει κάποιος συγγνώμη γι' αυτό; Θα πει συγγνώμη στο  Εργκύς  που έκλαιγε;

   Έφυγε η δασκάλα με το κεφάλι κάτω. Το ίδιο θα έκανε ο διευθυντής αν ο  Εργκύς ήταν Έλληνας;

   Και σκεφτόταν σ' όλο το δρόμο πως οι δάσκαλοι κι οι καθηγητές, όλοι τελοσπάντων που θέλουν να λέγονται εκπαιδευτικοί ή παιδαγωγοί, δεν έχουν δικαίωμα να χωρίζουν τα παιδιά που έχουν στις τάξεις τους σε πλούσια και φτωχά, σε μαύρα και άσπρα, σε έξυπνα και χαζά, σε καλά και κακά, σε αλλοδαπά και ημεδαπά. Η δουλειά τους -μπαίνοντας στην τάξη- είναι να τα αντιμετωπίσουν όλα με τον ίδιο τρόπο, να τα αγκαλιάσουν όλα με αγάπη. Να τα μάθουν γράμματα, να τους μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση τους, αλλά -πάνω απ' όλα αυτά- να τα κάνουν καλύτερους ανθρώπους, να τα βοηθήσουν να ξεδιπλώσουν τις πτυχές της προσωπικότητάς τους και να εξελιχθούν με τρόπο θετικό κι εποικοδομητικό. Να καλλιεργήσουν τη σκέψη τους και το μυαλό τους μαζί με τις συναισθηματικές δεξιότητες που θα τα βοηθήσουν στην υπόλοιπη ζωή τους.

   Εκείνη τη μέρα, αυτό που βαθιά στεναχώρησε τη δασκάλα, δεν ήταν μόνο ο τρόπος του διευθυντή απέναντι στο  Εργκύς. Ήταν και η αδιαφορία των υπόλοιπων συναδέλφων της μπροστά σε αυτό το γεγονός. Ρωτούσε εδώ κι εκεί για λεπτομέρειες, ρωτούσε αν ο διευθυντής είχε δικαίωμα να διώξει το  Εργκύς... φωνή βοώντος εν τη ερήμω... Σα να μην είχε συμβεί τίποτα, έλα καλέ, τι σε νοιάζει εσένα, τι τα γυρεύεις - μια ζωή τα ίδια κάνει, μην ανακατεύεσαι και χαλάς την ψυχική σου υγεία! Αλλά είπαμε, ήταν αιθεροβάμων η δασκάλα και στεναχωρήθηκε πολύ. Κι εδώ που τα λέμε, ακόμη στεναχωριέται...

Share This To :

0 σχόλια:

Post a Comment

 
Back to top!